____________ ____________ ταξιδεύοντας: 111 ~ Ποιητικές αναφορές, XXVIII - Άλτζερνον Τσαρλς Σουίνμπερν: Ωδή στην Αθήνα

ταξιδεύοντας

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

111 ~ Ποιητικές αναφορές, XXVIII - Άλτζερνον Τσαρλς Σουίνμπερν: Ωδή στην Αθήνα



Algernon Charles Swinburne (1837–1909)
"Με το μενεξεδένιο της Αθήνας φως
ο κόσμος πιο γλυκός φαντάζει"



Αθήνα

Ωδή Ι

Πριν το μενεξεδί φως ξεχυθεί από τη γη σαν φλόγα ψηλά,
Πριν τα ιερά μπουμπούκια ανθίσουν κι η πάχνη στης ελιάς τα κλαδιά
Πρίν το πρώτο τέταρτο του τελευταίου ωχρού μήνα του χειμώνα σιγομαραθεί
Ζαρώσει και πέσει, όπως στον τάφο του πεθαμένου μήνα πέφτει ένα φύλλο ξερό,
Γύρω απ' τους λόφους, που τα ύψη τους λάμπρυνε της πρωτόγεννης ελιάς ο ανθός,
Γύρω στην πόλη, που νυφοστολίσανε το μέτωπό της οι μενεξέδες μια φορά,
Ψηλά, ένα φως που πολύ παλιά φώτισε ξανά,
Ξεπετιέται από τη γη που όλος ο κόσμος παρηγοριά άντλησε και αντλεί.
Περηφάνεια νιώθουν οι άνθρωποι για τους προγόνους των που 'ταν λεύτεροι πριν απ' αυτούς
Περήφανοι είμαστε γι' αυτούς, που μας γέννησαν ελεύθερους, πολεμιστές
Αλλά, με ποιο τρόπο πρέπει οι άνθρωποι να λατρεύουν τους πατέρες της διάθεσής των της καλής,
Με τι ενθουσιασμό μπορούμε να τους δοξάσουμε που μας μετάδωσαν ελεύθερες ψυχές;
Γιοι της Αθήνας, «εν πνεύματι και αληθεία» γεννημένοι, λεύτεροι όλοι γεννήθηκαν
Πάνω απ' όλους εμείς που ανατραφήκαμε κει που ο Βοριάς το βασίλειό του έχει στήσει:
Παιδιά όλοι εμείς, θαλασσινός λαός, από τους Σαλαμίνιους ναυτικούς,
Γιοι εκείνων που την Περσία νίκησαν, που νίκησαν την Ισπανία.
Αφ' ότου τα τραγούδια της Ελλάδας σώπασαν, κανένα, σαν τα δικά μας δεν ακούστηκε τραγούδι•
Αφ' ότου τα ιστία της Ελλάδας ξεφουσκώσανε, κανένα πλοίο δεν ταξίδεψε σαν τα δικά μας,
Πώς είναι μπορετό να μη θρηνήσομε, όταν φυλακισμένη η ψυχή της είναι;
Και πώς μπορεί να μη χαιρόμαστε όταν στα στεφάνια της τ' άνθη τους ξανανιώνουν; Με το μενεξεδένιο της Αθήνας φως ο κόσμος πιο γλυκός φαντάζει
Όλος ο κόσμος πιο λαμπρός, στην επιστροφή του ήλιου της Αθήνας
Και χτυπημένο από το φως του ήλιου της ό,τι άσχημο θαμπίζει.
Ό,τι κακό μαραίνεται τα εύωδιαστά λουλούδια του φωτός όταν πυρώνουν,
Κι όλα τα περιπλανημένα κύματα Ωκεανών με 'ολα τα εμπόλεμα νερά τους,
Ηχούνε μεταδίνοντας παντοΰ τη ναυμαχία κει που τα ακρωτήρια πεδία ήταν
Μάχης και όλα τα στενά, πεδία σφαγής ήταν,
Κι οι Μύριοι Μήδες, σαν αφρόφουσκες στον διαλυτικό αγέρα.
Δική μας ήτανε η αστραπή που το βοριά καθάρισε και φώτισε τα έθνη
Όμως Εκείνη ήταν το φως που από παλιά φώτισε όλο τον κόσμο.
Δική μας μια γενιά ή δυο, όμως οι αμέτρητες γενιές, δικές της•
Δικός της όλος ο κόσμος από τα βάθια της καρδιάς κι απ' όλους
Πιο πολύ είμαστε μεις δικοί της.

μετάφραση: Μερόπη Οικονόμου
από την
Ανθολογία Άγγλων ποιητών εμπνευσμένων από την Ελλάδα
έκδοση του Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, 1986



- πορτραίτο: weltchronik.de

Ετικέτες , ,