Hugo von Hofmannsthal (1874–1929)
"Εδώ γεννήθηκε ο άνθρωπος, όπως τον εννοούμε.
Διότι εδώ γεννήθηκε το μέτρο."
"Απ' όλα τα ταξίδια μας, αυτό στην Ελλάδα είναι το πιο πνευματικό. Από αυτή την ημιφιλήδονη περιέργεια – συχνά κρυφό υπόβαθρο τόσων πολλών ταξιδιών – λίγη μένει για να επισπεύσει την άγουσα προς την Ελλάδα. Και όταν, προτού ακόμα πατήσουμε στις ακτές της, μας υποδέχεται μ' αυτό που στο ελάχιστο είχαμε διανοηθεί - το μαγευτικό και ολότελα ανατολίτικο άρωμά της, απόσταγμα από άνθη πορτοκαλιάς, από ακακίες, δάφνες και θυμάρι -, για μια φευγαλέα στιγμή, σχεδόν ξαφνιαζόμαστε.
Το δικό μας ταξίδι, ήταν ένα πνευματικό προσκύνημα, και είχαμε λησμονήσει ότι από αυτό το τοπίο θα μπορούσε να αναδοθεί ένα άλλο άρωμα από αυτό και μόνον των αναμνήσεων." -
ΗvΗ
-Picturesque Greece-
μτφ: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου
Κέρκυρα, Σιδάρι
Ο αυστριακός Ούγκο φον Χόφμανσταλ - συγγραφέας, ποιητής, λιμπρετίστας, δραματουργός και δοκιμιογράφος -, σημαίνων εκπρόσωπος της αυστριακής λογοτεχνίας που είχε διακριθεί από πολύ νεαρή ηλικία, αποβιβάζεται στην
Κέρκυρα στις 30 Απριλίου του 1908. Χωρίς να σταθμεύσει στο νησί, ξεκινά το ταξίδι του για την ΑΘήνα, για να συνεχίσει το οδοιπορικό του με τη συντροφιά δύο φίλων με τους οποίους συνταξίδευσε: του αγγλογερμανού συγγραφέα, διπλωμάτη και πάτρωνα της σύγχρονης τέχνης, κόμη Χάρρυ Κέσσλερ, και του σπουδαίου γάλλου ζωγράφου και γλύπτη Αριστίντ Μαγιόλ. Το ταξίδι των τριών ανδρών στην Ελλάδα, δεν περιλαμβάνει πολλούς προορισμούς ούτε είναι μεγάλο. Σταθμοί τους η Αθήνα, οι Δελφοί, η μονή του Οσίου Λουκά και η Χαιρώνεια. Το βιβλίο
Στιγμές στην Ελλάδα περιέχει συγκεντρωμένα τέσσερα κείμενα με εντυπώσεις από το ταξίδι αυτό, δημοσιευμένα σε περιοδικά και λευκώματα, σε διάστημα εννέα ετών (1908-1917).
- (Κ.σ-Μ)
Το βιογραφικό και τα αποσπάσματα που ακολουθούν, είναι από το βιβλίο:
... όλη εκείνη την ώρα και την επόμενη έως τη Χαιρώνεια και όσες ακολούθησαν, μέχρι το τρένο, που μας μετέφερε διαμέσου της Βοιωτίας και της Αττικής, να μπει στο σιδηροδρομικό σταθμό της Αθήνας, ενώπιόν μου περνούσε ένα τοπίο χωρίς όνομα. Τα βουνά καλούσαν το ένα το άλλο. Οι χαράδρες ήταν πιο ζωντανές και από πρόσωπα. Κάθε μικρή ρυτίδα στις μακρινές πλαγιές των λόφων ζούσε. Και όλα αυτά μου ήταν τόσο κοντινά όσο και οι φύτρες των ίδιων μου των χεριών. Ήταν ό,τι ποτέ πλέον δεν θα ξαναδώ: το δώρο της φιλοξενίας όλων των μοναχικών οδοιπόρων που συναντήσαμε.
Μια φορά μόνον αποκαλύπτεται ό,τι είναι ζωντανό, μια φορά κάθε τοπίο και ολότελα. Όμως μονάχα σε μια συγκλονισμένη καρδιά.
-Στιγμές στην Ελλάδα-
μτφ: Έλενα Νούσια
Η μονή του Οσίου Λουκά
...Η μονή πρέπει να βρισκόταν πολύ κοντά, εκατό βήματα ή λιγότερο, και απορούσαμε που δεν την βλέπαμε. Στον αριστερό τοίχο φάνηκε μια μικρή ανοιχτή πόρτα. Στην πόρτα ακουμπούσε ένας μοναχός. Το μαύρο μακρύ ένδυμα, το μαύρο ψηλό κάλυμμα της κεφαλής, η γαλήνη με την οποία, μέσα σ' εκείνη την παραδείσια μοναξιά, παρακολουθούσε με το βλέμμα τους επισκέπτες που πλησίαζαν, όλα πάνω του, τον έκαναν να θυμίζει μάγο. Ήταν νέος, είχε μακριά πυρρόξανθη γενειάδα, όπως στα βυζαντινά εικονίσματα, αετίσια μύτη, ανήσυχα, οχληρά, σχεδόν γαλανά μάτια. Για χαιρετισμό υποκλίθηκε, ανοίγοντας τα δυο του χέρια. Οι τρόποι του είχαν κάτι το θεληματικό. Ξεπεζέψαμε κι αυτός προπορεύτηκε. Διασχίσαμε έναν πολύ μικρό περιτοιχισμένο κήπο και περάσαμε σ' ένα κελί, όπου μας άφησε μόνους. Στο κελί δεν υπήρχαν παρά τα απολύτως αναγκαία. Κάτω από ένα βυζαντινό εικόνισμα της Θεοτόκου έκαιγε ένα καντήλι. Απέναντι από την είσοδο, μια ανοιχτή πόρτα οδηγούσε σ' ένα μπαλκόνι. Βγήκαμε έξω και καταλάβαμε ότι βρισκόμαστε στο εσωτερικό της μονής. Η μονή ήταν χτισμένη στην πλαγιά του βουνού και το κελί μας, που ήταν ισόγειο, αν έμπαινε κάποιος από τον κήπο, βρισκόταν από εδώ δύο ορόφους ψηλότερα από την αυλή. Η παλιά εκκλησία, με τη λάμψη του βραδινού στους χιλιόχρονους κοκκινωπούς τοίχους και τους τρούλους της, έκλεινε τη μια πλευρά. Οι άλλες τρεις σχηματίζονταν από σπίτια, σαν αυτό στο οποίο βρισκόμαστε, με μικρά ξύλινα μπαλκόνια, σαν αυτό στο οποίο στεκόμαστε. Τα σπίτια ήταν ακανόνιστου σχήματος και διαφορετικών χρωμάτων και τα μικρά μπαλκόνια ανοιχτογάλαζα ή κιτρινωπά ή πρασινωπά. Ένα είδος loggia, που έμοιαζε με κινητή γέφυρα, ένωνε το σπίτι το οποίο σχημάτιζε τη γωνία με την εκκλησία. Ορισμένα πράγματα έδειχναν απροσμέτρητα παλιά, άλλα, πάλι, κατασκευασμένα το πολύ πριν μια γενιά. Τα πάντα απέπνεαν ειρήνη και μια ευφορία διαποτισμένη από γλυκές ευωδιές.
Η μονή του Οσίου Λουκά - Ελικώνας, Βοιωτία (panoramio.com - Φωτάκος)
[....] «Αθανάσιε!» φωνάζει ο μοναχός από το μπαλκόνι, «Αθανάσιε!». Ή, μάλλον, δεν φωνάζει, απλώς λέει αυτό το όνομα, ήρεμα, σ' έναν ελαφρά προστακτικό τόνο. «Τι συμβαίνει, Αθανάσιε;» «Οι φιλοξενούμενοι μας, οι δύο επισκέπτες. Βγήκαν περίπατο.» «Καλά, προσοχή στα σκυλιά.» Τα λόγια που ανταλλάσσονται, λιγοστά. Η συνομιλία μεταξύ του ιερέως και του παραγιού, σύντομη. Ο τόνος της όμως από την εποχή των γεναρχών. Λιγοστά και όσα τον συνθέτουν: άθικτη αυτοδυναμία ιερατικής κυριαρχίας, ένας απαλός τόνος αδιαμφισβήτητης εξουσίας, φιλοξενία, η οποία ασκείται ήρεμα και αυτονόητα, ο οίκος, το ιερό, περιφρουρημένος από πλήθος σκυλιών. Ωστόσο, τα ταπεινά, τα λιγοστά αυτά λόγια, ειπωμένα μέσα στη νύχτα, έχουν έναν ρυθμό που μοιάζει να κατάγεται από την αιωνιότητα. Που περικλείνει ζωή και εισχωρεί τόσο βαθιά στο παρελθόν, που ούτε οι παμπάλαιες ελιές δεν φτάνουν. Ο Όμηρος είναι αγέννητος ακόμα, όμως λόγια σαν κι αυτά, αρθρωμένα στον ίδιο τόνο, ήδη πηγαινοέρχονται από στόμα σε στόμα μεταξύ ιερέως και παραγιού. Αν έπεφτε από κάποιο μακρινό αστέρι ένα έστω και ταπεινό, αλλά ζωντανό μόρφωμα, ένα τμήμα κάποιου λουλουδιού, κάτι λιγοστό από το φλοιό κάποιου δέντρου, θα επρόκειτο ανυπερθέτως για μήνυμα, που θα μας έκανε να ριγήσουμε. Έτσι ακούστηκε κι αυτή η συνομιλία. Ο χρόνος, ο αέρας και ο τόπος είναι το παν.
Δελφοί (φωτ: flickr.com, από Templar1307)
Στο ύψος του Αποσπερίτη έλαμπε αθέατος πίσω από σκοτεινά βουνά ο Παρνασσός, και εκεί, στην πλαγιά οι
Δελφοί. Στη θέση της ιερής πόλεως, κάτω από το ναό του θεού, υπάρχει σήμερα ένας χιλιόχρονος ελαιώνας, και ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων διάσπαρτα συντρίμμια από κίονες. Όμως αυτά τα χιλιόχρονα δέντρα, παρά την ηλικία τους, είναι πολύ νέα, δεν φτάνουν μέχρι το παρελθόν, δεν έχουν προλάβει να δουν τους Δελφούς και τον Οίκο του Θεού. Το βλέμμα βυθίζεται στις εκατονταετίες τους, σαν σε πηγάδι, και σε ονειρώδη βάθη χαμηλότερα απλώνεται το Άφθαστο. Όμως εδώ το Άφθαστο είναι κοντά.
Τα αγάλματα
Εδώ οι ανασκαφές στην Αγορά, εδώ η Πνύκα, εδώ ο Άρειος Πάγος, εδώ το Βήμα, εδώ τα ίχνη των σπιτιών τους,τα πατητήρια του κρασιού, εδώ τα ταφικά μνημεία τους στην Ιερά Οδό. Εδώ η Αθήνα. Η Αθήνα; Αυτή, λοιπόν,ήταν η Ελλάδα, αυτή η αρχαιότητα. Ένα συναίσθημα απογοήτευσης με κυρίευσε. Κάθισα σ' ένα από τα συντρίμμια, που σωριασμένα καταγής έμοιαζαν να προσμένουν την αιώνια νύχτα. Σκαλοπάτι κάποιου ιερού, απροσδιόριστο θραύσμα βωμού ή θεϊκής μορφής, μεταμορφωμένο τώρα πλέον σε στρογγυλωπό κομμάτι πέτρα. Κάθισα σ' ένα από τα συντρίμμια και έστρεψα την πλάτη στους κίονες.
(από mykosmos.gr)
[....] Ξαφνικά μύρισε συνάμα φράουλες και ακακίες, γινωμένο καλαμπόκι, σκόνη των δρόμων και ανοιχτή θάλασσα. Ένιωσα τη μαγεία αυτής της ευωδιάς, στην οποία συμψηφιζόταν ολόκληρο το τοπίο. Αυτού του τοπίου, όπου έπνεαν τα ίχνη χιλιετηρίδων. Αυτού του ανέμου, που μέσα του λες και είχε αναλυθεί το χρυσάφι της αιωνιότητας. Μα δεν ήθελα να τους παραδοθώ. Έσκυψα, μάζεψα το βιβλίο μου και έκανα να φύγω. Ουτοπία η αρχαιότητα, μονολόγησα, ουτοπία η αρχή, μάταιη η αναζήτηση. Η σκληρότητα των λόγων λες και με χαροποιούσε. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν υπάρχει εδώ. Σ' αυτόν τον τόπο, όπου ήλπιζα να τ' αδράξω με τα ίδια μου τα χέρια, η απουσία τους είναι πιο έντονη παρά οπουδήποτε αλλού. Μια δαιμόνια -κή ειρωνεία πλέκει τον ιστό της γύρω από αυτά τα συντρίμμια, που φυλάνε το μυστικό τους, ακόμη και καθώς αποσυντίθενται. Πόσο μοιάζουν μ' εκείνες τις ευωδιές! Καλούν, επίσης, σε μάταια όνειρα αφήνοντας στο στόμα μια γεύση ψεύδους.
= = = = =
Βιέννη, Graben Strasse
Ο Hugo von Hofmannstahl (Hugo Laurenz August Hofmann Edler von Hofmannstahl) γεννήθηκε στη
Βιέννη το 1874. Η οικογένεια είχε εβραϊκές, ιταλικές, γερμανικές και αυστριακές ρίζες. Οι γονείς του, κυρίως ο πατέρας του, δρ. Hugo von Hofmannstahl, ανώτερος τραπεζικός υπάλληλος, φρόντισαν να λάβει ο μονάκριβος γιος τους από πολύ νωρίς μια βαθιά ανθρωπιστική παιδεία. Ο Hugo von Hofmannstahl εμφανίστηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους ήδη ως μαθητής Γυμνασίου με τα ψευδώνυμα Loris, Loris Melikow και Theophil Morren. Παρά το νεαρόν της ηλικίας του, έγινε ισότιμα δεκτός από την ομάδα συγγραφέων της «Νέας Βιέννης» (Hermann Bahr, Arthur Schnitzler, Richard Beer-Hofmann, μεταξύ άλλων) και δημοσίευσε αμέσως στο περιοδικό Blätter für Kunst του Stephan George. Μετά την αποφοίτηση από το Γυμνάσιο, ο Hugo von Hofmannstahl άρχισε σπουδές Νομικής, που σύντομα διέκοψε για να στραφεί στη Ρομανική Φιλολογία, την οποία όμως μετά το διδακτορικό επίσης εγκατέλειψε, αφήνοντας μάλιστα ημιτελή μια υφηγεσία που προετοίμαζε σχετικά με τον Βίκτωρα Ουγκώ. Στη συνέχεια αφοσιώθηκε αποκλειστικά στις πολύπλευρες λογοτεχνικές αλλά και πολιτιστικές του δραστηριότητες (εκδοτικές ενασχολήσεις, σχέδια ίδρυσης περιοδικών, συμμετοχή στην καθιέρωση πολιτιστικών θεσμών, όπως του μουσικού φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ με τους Max Reinhardt και Richard Strauss). Το 1901 παντρεύτηκε την Gertrud Schlesinger και έζησε μαζί της μέχρι το θάνατο του στο Rodaun,κοντά στη Βιέννη. Από το γάμο του απέκτησε τρία παιδιά. Πέθανε στις 15 Ιουλίου 1929, την ημέρα της κηδείας τού αυτόχειρα γιου του Franz.... ...
= = = = =
(φωτ: flickr.com, από cesare)
Η θέα από τον Ακροκόρινθο αγκαλιάζει δύο θάλασσες με πολλά νησιά, τις χιονισμένες κορυφές του Παρνασσού, τα βουνά της Αχαΐας. Το φως δημιουργεί απ' όλα αυτά κάτι, μια τάξη, που γεμίζει την καρδιά αγαλλίαση. Το καλύτερο όνομα που διαθέτουμε για αυτή την τάξη είναι «μουσική», μολονότι πρόκειται για κάτι παραπάνω από μουσική. Και τι δεν διδάσκει αυτό το φως στον στοχαζόμενο παρατηρητή!
«Καμία υπερβολή, καμία ανάμιξη - βλέπε το καθετί για τον εαυτό του, μα βλέπε το στην πρωταρχική του καθαρότητα. Μη διαχωρίζεις, μη στριμώχνεις τα πράγματα το ένα πάνω στο άλλο. Τα πάντα είναι διακριτά, τα πάντα συνδεδεμένα. Να παραμένεις γαλήνιος. Ν' αναπνέεις, ν' απολαμβάνεις και να είσαι»