71 ~ Ε.Μ. Φόρστερ: Στο δρόμο προς τον Κολωνό
Edward Morgan Forster (1879–1970)
για κάθε όραμα χρειάζεται το κατάλληλο μάτι
Με τον Οιδίποδα είχε κοινό το γεγονός ότι γερνούσε. Το ‘βλεπε κι ο ίδιος. Είχε χάσει το ενδιαφέρον του για τις υποθέσεις των άλλων ανθρώπων, σπάνια πρόσεχε όταν του μιλούσαν. Του ίδιου του άρεσε να μιλά, μα συχνά ξεχνούσε τι ήθελε να πει κι όταν τα κατάφερνε, σπάνια άξιζε τον κόπο. Οι φράσεις και οι κινήσεις του είχαν γίνει ξερές και στερεότυπες, τ’ ανέκδοτά του, άλλοτε τόσο πετυχημένα, έπεφταν στο κενό, η σιωπή του ήταν χωρίς περιεχόμενο όπως και η κουβέντα του. Υπήρξε ωστόσο γερός και δραστήριος στη ζωή του, δούλευε συνέχεια, είχε κάνει λεφτά κι είχε μορφώσει τα παιδιά του. Τίποτε δεν έφταιγε, ούτε και κανείς: απλώς, να, γερνούσε.
Τώρα βρισκόταν εδώ στην Ελλάδα κι ένα από τα όνειρά του είχε πραγματοποιηθεί. Ο πυρετός της Ελλάδας τον είχε πιάσει πριν σαράντα χρόνια κι ένιωθε σ’ όλη του τη ζωή πως μόνο αν μπορούσε να επισκεφθεί τη χώρα αυτή, δε θα υπήρξε μάταιη η ζωή του. Μα η Αθήνα ήταν μες στν σκόνη, οι Δελφοί υγροί, οι Θερμοπύλες πεζές και τα ενθουσιώδη επιφωνήματα των συντρόφων του τ’ άκουσε μ’ απορία και κυνισμό. Η Ελλάδα ήταν όπως και η Αγγλία: ήταν ένας άντρας που γερνούσε και δεν υπήρχε διαφορά αν ο άντρας αυτός αντίκριζε τον Τάμεση ή τον Ευρώτα. Αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία ν’ αντικρούσει την λογική αυτή της πείρας, κι αποτύχαινε.
Ο ποταμός Ευρώτας
Κάτι του είχε κάνει ωστόσο η Ελλάδα κι ας μην το ‘ξερε. Τον είχε δυσαρεστήσει, και μες στη δυσαρέσκεια υπάρχουνε δυνάμεις ζωτικές. Ήξερε πως δεν ήταν θύμα συνεχούς κακοτυχίας. Κάτι σοβαρό δεν πήγαινε καλά και τα ‘χε βάλει μ’ έναν εχθρό που ούτε μέτριος ήταν ούτε και τυχαίος. Τον τελευταίο μήνα ένιωθε μια παράξενη επιθυμία να πεθάνει πολεμώντας.
«Η Ελλάδα είναι τόπος για τους νέους», είπε στον εαυτό του καθώς στεκόταν κάτω απ’ τα πλατάνια, «εγώ όμως θα μπα και θα την κατακτήσω. Τα φύλλα θα ξαναπρασινίσουν, το νερό θα ξαναγλυκάνει κι εγώ θα τα ξαναποκτήσω. Με νοιάζει που γερνώ καθ θα πάψω να παρασταίνω».
Προχώρησε δυο βήματα κι αμέσως, κρύα νερά τύλιξαν τον αστράγαλό του.
«Από πού νά ρχεται το νερό;» αναρωτήθηκε. «Ούτε καν αυτό δεν το ξέρω». Θυμήθηκε πως οι πλαγιές ήταν όλες ξερές’ όμως εδώ, ξαφνικά, το δρόμο τον σκέπαζαν τρεχούμενα νερά.
Σταμάτησε απορημένος κι είπε: «Νερό μες απ’ το δέντρο – μες από ένα κούφιο δέντρο; Τέτοιο πράγμα δεν το ‘χω δει ούτε φανταστεί ποτέ μου».
Γιατί το τεράστιο πλατάνι που έγερνε κατά το χάνι ήταν κούφιο – το ‘χανε κάψει μέσα, για να κάνουν κάρβουνο – κι από το ζωντανό κορμό του ξεπηδούσε μια ορμητική πληγή, που έντυνε το φλοιό του φτέρες και χλόη κι έτρεχε πέρ’ από το μονοπάτι να ποτίσει τα λιβάδια παραπέρα. Οι απλοί χωρικοί είχαν τιμήσει την ομορφιά και το μυστήριο με τον τρόπο τους, φτιάχνοντας ένα αγίασμα μες στον κορμό του, μ’ ένα καντήλι κι ένα εικόνισμα της Παναγίας, που είχε κληρονομήσει την κατοικία των Ναϊάδων και των Δρυάδων.
«Ωραιότερο πράγμα δεν έχω ξαναδεί», είπε ο κ. Λούκας. Έτσι μου ‘ρχεται να μπω μες στον κορμό, να δω απο πού έρχεται το νερό».
Δίστασε μια στιγμή να παραβιάσει το ιερό. Μετά θυμήθηκε χαμογελώντας τη σκέψη που είχε - «θ γίνει δική μου’ θα μπω και θα την κατακτήσω» - και πήδησε, επιθετικά σχεδον, επάνω σε μια πέτρα που βρισκόταν μέσα. Το νερό ανάβλυζε συνέχεια, σιωπηλά, μες απ' τις κούφιες ρίζες και τις κρυφές ρωγμές του πλατανιού, σχηματίζοντας μια, πανέμορφη, κεχριμπαρενια νερογούβα που ξεχειλούσε από το φλοιό έξω στη γη. Ο κ. Λούκας το δοκίμασε κι ήταν γλυκό, και, όταν ύψωσε τα μάτια του, είδε μες απ’ τη μαύρη χοάνη ένα γαλάζιο ουρανό και κάτι πράσινα φύλλα’ και, δίχως χαμόγελο, θυμήθηκε μια άλλη σκέψη.
Άλλοι είχαν υπάρξει πριν απ’ αυτόν - είχε, πραγματικά, μια παράξενη αίσθηση συντροφικότητας. Μικρά αναθήματα στην Ύψιστη Δύναμη ήταν στερεωμένα στο φλοιό - χεράκια, ποδαράκια τενεκεδένια, άτεχνα ομοιώματα του μυαλού και της καρδιάς – όλα μαρτυρίες για την ανάκτηση κάποιας δύναμης ή σοφίας ή αγάπης. Δεν υπήρχε αυτό που λέγεται μοναξιά της φύσης, γιατί οι θλίψεις κι οι χαρές της ανθρωπότητας είχαν εισχωρήσει στα σπλάχνα του πλατανιού. Άπλωσε τα χέρια του και στηρίχθηκε στο μαλακό καρβουνιασμένο ξύλο κι έγειρε πίσω αργά, ώσπου το σώμα του ακούμπησε στον κορμό. Τα μάτια του έκλεισαν και είχε την περίεργη αίσθηση κάποιου που είναι σε κίνηση μα είναι και γαληνεμένος - την αίσθηση του κολυμβητή που, έπειτα απο σκληρή μάχη με τη φουρτουνιασμένη θάλασσα καταλαβαίνει πως το κύμα θα τον βγάλει τελικά στον προορισμό του
[...]
Ο κ. Λούκας που τόσο απότομα είχε ανακαλύψει όχι μόνο την Ελλάδα, μα και την Αγγλία και τον κόσμο όλο και τη ζωή, διόλου δεν παραξενεύθηκε με την επιθυμία να κρεμάσει κι αυτός μέσα στο δέντρο κάποιο τάμα – το μικρό ομοίωμα ενός ολόκληρου ανθρώπου.
«Ε, να ο μπαμπάς, που παριστάνει τον Μέρλιν».
Είχαν έρθει εντελώς απαρατήρητα – η Έθελ, η κ. Φόρμαν, ο κ. Γκράχαμ κι ο διερμηνέας που μιλούσε αγγλικά. Ο κ. Λούκας τους κοίταξε από μέσα, με υποψία. Του είχαν γίνει ξένοι ξαφνικά και ό,τι κάναν του φαινόταν τώρα ψεύτικο και χοντρό. [...] Ο ενθουσιασμός τους ήταν επιπόλαιος, κοινότοπος και σπασμωδικός. Δεν ένιωθαν τη συνοχή της ομορφιάς που άνθιζε γύρω τους. Θέλησε να εκφράσει τουλάχιστον τα συναισθήματά του και να τι είπε:
«Είμαι γενικά ευχαριστημένος με την εμφάνιση αυτού του τόπου. Μου κάνει πολύ θετική εντύπωση. Τα δέντρα είναι ωραία, εξαιρετικά ωραία για την Ελλάδα και υπάρχει κάτι το πολύ ποιητικό στην πηγή με το διαυγές, τρεχούμενο νερό. Οι άνθρωποι επίσης φαίνονται καλόψυχοι κι ευγενικοί. Αναμφίβολα είναι ένας ωραίος τόπος».
Η κυρία Φόρμαν τον μάλωσε για τον χλιαρό του έπαινο.
«Ω, τέτοιο τόπο βρίσκεις ένα στους χίλιους!» φώναξε. «Εδώ θα μπορούσα να ζήσω και να πεθάνω! Πραγματικά θα έμενα αν δεν έπρεπε να γυρίσω στην Αθήνα. Μου θυμίζει τον Κολωνό του Σοφοκλή».
«Ε, τότε εγώ, πρέπει να μείνω», είπε η Έθελ. «Πρέπει οπωσδήποτε».
«Ωραία, μείνε! Εσύ κι ο πατέρας σου! Η Αντιγόνη και ο Οιδίποδας. Φυσικά πρέπει να μείνετε στον Κολωνό!»!
Του κυρίου Λούκας του κόπηκε σχεδόν η ανάσα απ’ την ταραχή. Όσο βρισκόταν μέσα στο δέντρο είχε πιστέψει πως η ευτυχία του θα υπήρχε ανεξάρτητα απ’ τον τόπο. Μα η κουβέντα αυτά τα λίγα λεπτά του είχε ανοίξε τα μάτια. Δε βασιζόταν πια στον εαυτό του για να ταξιδεύει κάπου στον κόσμο, γιατί μπορεί να τον συντύχαιναν σκέψεις παλιές, παλιές σκοτούρες, έτσι κι έφευγε απ’ τη σκιά του πλατάνου και το τραγούδι του αγνού νερού. Αν κοιμόταν στο χάνι, με τους ευγενικούς, αγαθομάτες χωρικούς, αν έβλεπε τις νυχτερίδες να πετούν στη θολωτή σκιά και το φεγγάρι ν΄ ασημώνει τα σχήματα τα χρυσά – μια τέτοια νύχτα θα τον πήγαινε πέρα απ’ το ξανακύλισμα και θα τον εδραίωνε μια για πάντα στο βασίλειο που είχε ανακτήσει. Μα το μόνο που ξέραν να προφέρουν τα χείλη του ήτανε «Θα δεχόμουν να περάσω μια νύχτα εδώ».
«Μια βδομάδα, θέλετε να πείτε, μπαμπά! Οσοδήποτε λιγότερο θα ήταν ιεροσυλία».
«Μια βδομάδα, λοιπόν, μια βδομάδα», είπαν τα χείλη του, ενοχλημένα από τη διόρθωση, ενώ η καρδιά του πετούσε από χαρά.
Ο δρόμος από τον Κολωνό
εκδ. Ερμείας, 1994
μτφ: Νέλλη Ανδρικοπούλου
Η απόδραση από την πραγματικότητα
Ξεπερνώντας τον υλικό κόσμο και αγιοποιώντας την επιθυμία
της Κατερίνας Σχινά
Το έργο του Ε.Μ. Φόρστερ είναι ο καθρέφτης ενός διχασμού, η πολυάνθρωπη σκηνή μιας σύγκρουσης οδυνηρής που ποτέ, ωστόσο, δεν γίνεται μελοδραματική. Από τη μια, οι συμβάσεις μιας κοινωνίας μεγαλοαστικής, δοσμένης ολόψυχα στο παιχνίδι των αποκρύψεων και των αποσιωπήσεων' από την άλλη, η ελευθερία ενός πνεύματος που ασφυκτιά μέσα στους περιορισμούς και επιζητεί, συχνά ατελέσφορα, τη ρήξη. Ρεαλιστής, που αποτυπώνει ολοζώντανα την εδουαρδιανή και μεταπολεμική βρετανική πραγματικότητα και ταυτόχρονα μυθογράφος ανοιχτός στις μυθολογικές, αρχετυπικές εκφάνσεις της ανθρώπινης εμπειρίας, ηθικά στιβαρός και ενορατικά στοχαστικός, ανθρωπιστής που διηθεί την ευαισθησία του με ειρωνεία και πλεονάζον χιούμορ και συνάμα διαυγής, παρατηρητικός και οξυδερκής κριτικός του καιρού του, ο «λεπταίσθητος» Φόρστερ μπορεί, χωρίς αμφιβολία, να συστοιχιστεί, ως προς το λογοτεχνικό του εκτόπισμα, με τους μεγάλους συγκαιρινούς του - από τη Βιρτζίνια Γουλφ ώς τον Ντ.Χ. Λόρενς.
Ορφανός στα δύο του χρόνια από πατέρα και λατρεμένος από μια ασφυκτικά παρούσα μητέρα, που δεν θα πάψει ούτε στιγμή να «του παραπονιέται και να τον κατηγορεί για αδιαφορία», σπούδασε στο Tonbridge School (που το απεχθανόταν), φοίτησε αργότερα στο Κέμπριτζ (που το εξιδανίκευσε, θεωρώντας τα κολέγιά του ως νέες πλατωνικές ακαδημίες ή περιπατητικές σχολές) και ταξίδεψε πολύ. Ένας χρόνος στην Ιταλία με τη μητέρα του και μια κρουαζιέρα στην Ελλάδα στις αρχές του αιώνα, θα του προμηθεύσουν το υλικό για τα πρώιμα έργα του - σάτιρες της συμπεριφοράς των Αγγλων τουριστών στο εξωτερικό. Το Κέμπριτζ, ο κύκλος του Μπλούμσμπερι -του οποίου αποτελούσε, μαζί με τους άλλους «Αποστόλους», τον Τζ. Μ. Κέινς, τον Λ. Στρέιτσι, τον Λ. Γουλφ και τον Μπ. Ράσελ, σταθερό μέλος- και τα ταξίδια στην Ευρώπη προκάλεσαν ένα εκρηκτικό ξέσπασμα δημιουργικότητας. Το 1904 δημοσίευσε τα πρώτο του διήγημα, την «Ιστορία ενός πανικού». Το 1905 ολοκληρώνει το «Where Angels Fear to Tread» («Εκεί που οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν») και περνά μερικούς μήνες στη Γερμανία, ως δάσκαλος των παιδιών της κοντέσας Φον Άρνιμ. Το 1906 εγκαθίσταται με τη μητέρα του στο Γουέιμπριτζ και αναλαμβάνει να προγυμνάσει στα λατινικά τον υποψήφιο φοιτητή της Οξφόρδης Σάγεντ Ρος Μαζούντ, έναν φλογερό μουσουλμάνο Ινδό πατριώτη, με τον οποίο ο Φόρστερ συνδέεται στενά. Ακολουθούν τα έργα του «The Longest Journey» («Το πιο μακρύ ταξίδι», 1907), «Α Room with a View» («Δωμάτιο με θέα», 1908), και «Howard's End» (1910) και η συλλογή διηγημάτων «Celestial Omnibus and Other Stories» («Ουράνιο λεωφορείο και άλλες ιστορίες», 1911), με κοινό θέμα την απόδραση από τις «αξιώσεις της πραγματικότητας», τη μετάβαση στον χώρο του φανταστικού, την υπέρβαση του υλικού κόσμου και την αγιοποίηση της επιθυμίας. Το ίδιο αίτημα αναπαράγεται και στα διηγήματα που περιλαμβάνονται στον τόμο «The eternal moment» («Η αιώνια στιγμή», 1914), τα οποία ο συγγραφέας αφιερώνει στον «Τ.Ε. in the absence of anything else». Ο Τ.Ε. δεν είναι άλλος από τον Λόρενς της Αραβίας. [...]
Το 1912 ο Φόρστερ ταξίδεψε στην Ινδία, μαζί με τον Μαζούντ' λίγο αργότερα, το 1915, βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια ως μέλος του Ερυθρού Σταυρού, συναντήθηκε με τον Καβάφη και συνδέθηκε μαζί του με μια φιλία, που καθώς έγραψε ο Μάικλ Χάαγκ στο ωραίο του βιβλίο για την Αλεξάνδρεια «έμελλε να είναι πρωταρχικής σημασίας για τη λογοτεχνία του 20ού αιώνα». «Συχνά αναλογίζομαι την καλή μου τύχη και την ευκαιρία που μου έδωσε η συγκυρία ενός φριχτού πολέμου να συναντήσω έναν από τους μεγάλους ποιητές της εποχής μας», έγραφε ο Φόρστερ αργότερα, στον Αλεξανδρινό έμπορο Περικλή Αναστασιάδη, ο οποίος αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους δύο συγγραφείς. Ο Βρετανός συγγραφέας θα μείνει στην Αλεξάνδρεια ώς το τέλος του πολέμου, και θα γράψει τον δικό του οδηγό για την πόλη - επειδή «για κάθε όραμα χρειάζεται το κατάλληλο μάτι» («Αλεξάνδρεια: μια ιστορία κι ένας οδηγός»). Παράλληλα θα δουλεύει σύντομα, «επιφυλλιδικού» χαρακτήρα, κείμενα, υπαγορευμένα από την όλο και στενότερη επαφή του με την πόλη, κυρίως όμως από τον έρωτά του για τον Μοχάμετ ελ Αντλ, ένα νεαρό Αιγύπτιο που, όπως έγραφε στη φίλη του Φλόρενς Μπάρτζερ, τον έκανε να αισθανθεί «για πρώτη φορά ώριμος άνδρας». Μια συναγωγή τους θα αποτελέσει το βιβλίο «Φάρος και φαρίσκος», στοχασμοί ενός φιλελεύθερου, «ελληνιστικού» πνεύματος πάνω στα ανθρώπινα ήθη, το οποίο θα εκδοθεί λίγο μετά τον θάνατο του Μοχάμεντ από φυματίωση, τον Μάιο του 1922. Τότε ακριβώς ο Φόρστερ θα επιχειρήσει και το δεύτερο ταξίδι του στην Ινδία, όπου θα εργαστεί ως γραμματέας ενός μαχαραγιά και θα ολοκληρώσει το γνωστότερο έργο του «Α Passage to India» («Πέρασμα στην Ινδία», 1924). [...]
Το «Πέρασμα» στην Ινδία ήταν το τελευταίο μυθιστόρημα του Φόρστερ. Από το 1924 ώς τον θάνατό του, το 1970, έγραψε μόνο δοκίμια, δύο βιογραφίες και βιβλία λογοτεχνικής κριτικής, με κορυφαίο το «Aspects of a novel» («Πτυχές του μυθιστορήματος»), που περιλαμβάνει τις διαλέξεις Clark, τις οποίες έδωσε ο συγγραφέας στο Κέμπριτζ το 1927. Το έργο μελετά τη δόμηση των χαρακτήρων, τον σχεδιασμό και τον ρυθμό στο μυθιστόρημα. Οι ήρωες, σημειώνει ο Φόρστερ, είναι είτε επίπεδοι -καρικατούρες, χρήσιμοι κυρίως στην κωμωδία- είτε στρογγυλοί, ικανοί να εκπλήξουν και να πείσουν τον αναγνώστη. Οσο για τον ρυθμό, ο συγγραφέας θεωρεί πως μερικές φορές τα ηχητικά σύνολα της συμφωνικής μουσικής βρίσκουν το ακριβές ανάλογό τους στο μυθιστόρημα. Δοκίμια περιλαμβάνονται επίσης στα βιβλία του «Abinger Harvest» («Η συγκομιδή του Αμπινγκερ», 1936) και «Two Cheers for Democracy» («Δύο ζήτω για τη δημοκρατία», 1951). Ιμπρεσιονιστικά, άκρως προσωπικά, βαθύτατα ανθρωπιστικά, τα περισσότερα από τα κείμενα των συλλογών αυτών εκφράζουν δυσπιστία προς την πρόοδο, ανησυχία για το μέλλον του ανθρώπινου πολιτισμού, αποστροφή για την επικράτηση των υλιστικών αξιών. Όμως το πιο συγκινητικό κείμενο του Φόρστερ είναι το μακροσκελές δοκίμιο «Σε τι πιστεύω» από το «Δύο ζήτω για τη δημοκρατία», υποβλητική ελεγεία στη δημοκρατία και την ιερότητα του ατόμου, θαρραλέα έκκληση ενάντια στον ρατσισμό, γενναία υπεράσπιση της σημασίας των ανθρώπινων σχέσεων. Ανακαλώντας την «Αγαπημένη Δημοκρατία του Έρωτα», την οποία επικαλείται στο περίφημο «μυστικιστικό, αθεϊστικό, δημοκρατικό, ανθρωπολογικό» ποίημά του «Hertha» (1869) ο Σουίνμπορν, ο Φόρστερ γράφει: «Δύο ζήτω για τη Δημοκρατία: ένα γιατί αποδέχεται την ποικιλία και δύο γιατί επιτρέπει την κριτική. Δύο ζήτω είναι αρκετά: δεν υπάρχει περίπτωση να δώσω τρία. Μόνον ο Ερως, η Αγαπημένη Δημοκρατία τα αξίζει». Σε μια εποχή γενικευμένης ομοιομορφίας και τυφλής ομαδοποίησης, ο Φόρστερ τολμάει να διακηρύξει τη σημασία της ιδιωτικότητας και το δικαίωμα κάθε ατόμου να «είναι ο μοναδικός εαυτός του» και να εκφράσει τον πόθο για εκείνη την ιδανική -και γι' αυτό ανέφικτη- δημοκρατία που θα επέτρεπε στον άνθρωπο να αυτοπραγματωθεί πλήρως.
Ίσως αυτός ο ανέφικτος πόθος να ήταν η αιτία που ο τόσο ταλαντούχος μυθιστοριογράφος βυθίστηκε στη σιωπή. Κάποιοι απέδωσαν τη λογοτεχνική του στειρότητα στην απογοήτευσή του από τη σύγχρονη ζωή· άλλοι στο άγχος που του προξενούσε η αδυναμία του να ομολογήσει την ομοφυλοφιλία του - είναι χαρακτηριστικό ότι ο Φόρστερ κράτησε στο συρτάρι του αρκετά «ομοερωτικά» αφηγήματα, όπως και το μυθιστόρημά του «Μορίς» (1913), το οποίο εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, αφού, καθώς σημειώνει ο Furbank στη μονογραφία του για τον συγγραφέα, ο Φόρστερ γνώριζε ότι δεν μπορούσε να το δημοσιεύσει «αν πρώτα δεν πεθάνω εγώ ή η Αγγλία». Αλλά αν ο Φόρστερ ως μυθιστοριογράφος εξαντλήθηκε νωρίς, τα λίγα του βιβλία κοινωνούν ακόμη ένα αξεπέραστο όραμα: μια ζωή όπου συνυπάρχουν αισθησιασμός και ορθολογισμός και την οποία μονάχα οι ανθρώπινες σχέσεις μπορούν να εννοηματώσουν.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - Ελευθεροτυπία, 22/06/2007
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως τον δρόμο του Καβάφη προς την παγκόσμια σφαίρα τον άνοιξε ο Ε. Μ. Φόρστερ. Σίγουρα, χωρίς τη δύναμη της ποίησής του ο Καβάφης θα έμενε στα μισά της διαδρομής, ό,τι κι αν έκανε ο Φόρστερ. Παρ' όλα αυτά, για να βηματίσει ένας δυνατός λογοτέχνης στην υδρόγειο χρειάζεται πάντα έναν ισχυρό μεσολαβητή. Και αυτόν ακριβώς τον ρόλο ανέλαβε ο Φόρστερ. - Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Βιβλιοθήκη (Ελευθεροτυπία) - 22/06/2007
Το έργο του Εντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ δεν το γνωρίζουμε επαρκώς. Υπάρχουν κενά και παραλήψεις. Παραδόξως όταν μνημονεύουμε τους άγγλους φιλέλληνες συνήθως τον προσπερνάμε, το πιθανότερο γιατί δεν συγχρωτίστηκε με τους γηγενείς συγγραφείς του Μεσοπολέμου ούτε εκφράστηκε μεγαλόστομα και θαυμαστικά για τον τόπο μας, όπως λ.χ. ο συμπατριώτης του, ο πολύς Λόρενς Ντάρελ. Διακριτική η σχέση του Ε. Μ. Φόρστερ με την Ελλάδα και τους ανθρώπους της, παρέμεινε περισσότερο προσωπική του υπόθεση, όπως η γνωριμία του με τον Καβάφη, στις αρχές του αιώνα, στην Αλεξάνδρεια, και τέσσερις δεκαετίες αργότερα με τον Σεφέρη, στο Κέιμπριτζ. - Μάρη Θεοδοσοπούλου, ΤΟ ΒΗΜΑ 19/11/2000
Φωτογραφίες: britannica.com, trekearth.com,
Εξώφυλλα: perizitito.gr, fantasticfiction.co.uk,
img.textbookx, amazon.com
Εξώφυλλα: perizitito.gr, fantasticfiction.co.uk,
img.textbookx, amazon.com