Christopher Bakken (1967)"μ’ ορθάνοιχτες φτερούγες για περισσότερη αγάπη, βαθύτερη από τις πλωτές μοναξιές μας""...υπάρχουν ακόμη άνθρωποι από άλλους τόπους που μπορούν να εμπνευστούν από την Ελλάδα, να γράψουν κι ακόμη περισσότερο να την αγαπήσουν."Τίτος Πατρίκιος
"Αν έγινα ποιητής, είναι ο αέρας της Ελλάδας που μ' έκανε", έλεγε ο Λόρδος Μπάυρον. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και στην περίπτωση του Κρίστοφερ Μπάκκεν. Τα ποιήματά του έχουν την αφετηρία τους στην Θεσσαλονίκη όπου έζησε για δύο χρόνια. Κοιτάζοντας μέσα από Ταξιδιωτική αφήγηση και ταυτόχρονα συλλογή από εκστατικούς στίχους, τα ποιήματα αυτά αποκαλύπτουν την ιδέα ενός τόπου που ο ποιητής και ο αρχαιολόγος πρέπει να σκάψει βαθιά για να τον ανακαλύψει...
Ο Christopher Bakken γεννήθηκε στην πολιτεία Ουισκόνσιν των Η.Π.Α. το 1967 και σπούδασε Αγγλική Φιλολογία. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Λογοτεχνία και τη Συγγραφή στην Νέα Υόρκη και στο Χιούστον του Τέξας. Το 1992 ήρθε στην Ελλάδα για να διδάξει στο κολλέγιο "Ανατόλια" της Θεσσαλονίκης και το 1993-1994 δίδαξε και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Τώρα εργάζεται ως Επίκουρος Καθηγητής στο Αllegheny College της Πενσυλβάνια.Από το βιβλίο του "Και μετά την Ελλάδα τι..." = = = = = TEΛΟΣ ΕΝΟΣ ΑΙΩΝΑ: ΧΟΡΤΙΑΤΗΣ
Όταν κοιμόμαστε, μας πέφτει ο κλήρος
ενός ονείρου που θα 'βλεπε ο καθένας- ένα φευγαλέο σύμπλεγμαιδανικών στομάτων κι απέριττων κορμιώνή βράχων από βασάλτη πλάι-πλάι,σ' έναν τόπο που δεν αναγνωρίζουμε,νυχτοπούλια τιτιβίζουνστις σκιές των δέντρων,αυτοκίνητα κορνάρουν κατεβαίνοντας το βουνό.Όπως όλοι, έτσι κι εμείς χάσαμε το δρόμο μας.Ακόμα και τώρα, που μας έλαχε να ξυπνήσουμεόπως θα ξυπνούσε ο καθένας,ασθμαίνοντας για νερό και για ποτήριαενώ μορφές που δεν είμαστε εμείς ακριβώς,περιφέρονται σε διαδρόμους, ανοίγουνπόρτες, φώτα που ξαφνικά τρελλαίνονται- το μεγάλο ρολόι, υγρά σεντόνια.Και γλείφοντας σαν γλωσσίτσαπίσω απ' τα μάτια μας, ο χρόνος περνάή σταματά εντελώς. Μετάφραση: Ρούλα ΚονσολάκηΤο
Αfter Greece κέρδισε το βραβείο Τ.S. Elliot από το Τruman State University το 2001. Στην Ελλάδα εκδόθηκε το 2005 από τις εκδόσεις Λαγουδέρα - άπειρον - με εισαγωγή του Τίτου Πατρίκιου και μετάφραση της Ρούλας Κονσολάκη.
= = = = =...θα κάναμε λάθος αν βλέπαμε το βιβλίο του Christopher Βakken μόνο σαν μιαν αισθαντική και διειδυτική περιγραφή της Ελλάδας μέσα στην κίνηση του χρόνου ή σαν μια στοχαστική έκφραση των δικών του βιωμάτων. Ο ποιητής πηγαίνει πολύ πιο πέρα. Γεφυρώνοντας το παρελθόν με το παρόν, το εδώ με το αλλού, το μέσα με το έξω, αναπλάθει τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει και μαζί αναπλάθει τον ίδιο τον εαυτό του. Σ' αυτόν τον κόσμο καλεί και μας, με μια πλατιά χειρονομία όπως εκείνες του Whitman, να μπούμε μέσα και να μοιραστούμε τα όσα έχει εκείνος προσκομίσει. Δεν ξεχνάει πως είμαστε φθαρτοί, πως αποτελούμε "...μια συνηθισμένη συντεχνία από χώμα...", αλλά ταυτόχρονα δίνει την ελπίδα της συνέχειας, όπως μάλιστα αναδύεται από έναν στίχο που προέρχεται από μιαν αρχαία επιτάφια επιγραφή: "Aφού το χώμα είναι θεός, δεν είμαι χώμα αλλά θεός". Και μαζί μας προειδοποιεί μ' αυτόν τον αμφίρροπο στίχο: "...κινδυνεύουμε να γίνουμε περισσότερο ο εαυτός μας"....
Τίτος Πατρίκιος= = = = =
Αegean: Πτήση 652
Τα ονόματα των παραλιακών πόλεων ξεχύνονται στη θάλασσα
Ελίζαμπεθ ΜπίσοπAυτή θα μπορούσε να είναι η Πάρος, λέω, αν και γνωρίζω
το σχήμα της μόνο από τους χάρτες: το πλατύ κεφάλι,
δύο χερσόνησοι σαν αυτιά κουνελιού, το λιμάνι.
Εσύ αναγνώρισες ήδη τη Νάξο,
με τη μαρμάρινη πύλη της προς το πουθενά
ακριβώς πάνω από την πόλη κι όλες τις φθαρμένες χάντρες
απ’ το κομπολόι των δυτικών κόλπων της όπου επέπλεες, έγκυος,
πέντε ολόκληρες μέρες την τελευταία φορά που ήμασταν εδώ.
Φέτος, πάνω απ’ τον εκκωφαντικό θόρυβο των δύο κινητήρων,
η κόρη μας φλυαρεί για τη δική της γεωγραφία
σε μια γλώσσα που ακόμα δεν καταφέραμε να μάθουμε.
Με την πάνα της βρεγμένη από το αεροδρόμιο της Ρόδου,
αδημονεί στο στενάχωρο κάθισμα ώσπου
της δείχνεις απ’ το παράθυρο τα νησιά εκεί κάτω.
Η Μύκονος. Η Τήνος. Η Άνδρος, μια ουρά δράκου.
Η Δήλος: πεταμένο κουκούτσι ελιάς.
Της μάθαμε πώς να δείχνει κι έτσι δείχνει κι εκείνη,
μεταφράζει ό,τι της λέμε στους δικούς της φθόγγους:
καρπούζι, θάλασσα, πεταλούδες
Μόλις χθες τη σηκώσαμε όσο ψηλά χρειαζόταν
μέσα στη σκιερή χαίτη ενός μαστιχόδεντρου
για να γεμίσει το παιδικό της βλέμμα με πεταλούδες:
εκατό χιλιάδες συνωστίζονταν σ’ ένα δέντρο
σε μια κοιλάδα με εκατό χιλιάδες δέντρα.
Τώρα από κάτω μας, το Αιγαίο αναδεύει,
σαν θάλασσα από φτερούγες, κύματα που πηδούν ως τον ουρανό.
Γη πουθενά δεν βρίσκεται ν’ ακουμπήσει η ματιά της είτε η δική μας.Θα ξεχωρίζαμε το σπίτι μας αν το βλέπαμε από δω;
Μήπως φταίει το νερό που μας κάνει να ξεχνάμε;
Kι όμως τα ονόματα των νησιών κυοφορούνται μέσα μας
για καιρό αφ’ ότου ο Ατλαντικός θα έχει αντικαταστήσει
αυτή την περιοχή όπου τα ποτήρια είναι πάντοτε γεμάτα
κι ο κόσμος όλος ασβεστωμένος, κατάλευκος.
Είναι δυνατό να πιστέψουμε σε όλα αυτά.
Το θεωρήσαμε τύχη να γεννιέται κανείς,
όπως οφείλουμε, κατά τον Ουίτμαν. Δεν είναι κοινότοπη πίστη
αλλά μια προσμονή μ’ ορθάνοιχτες φτερούγες
για περισσότερη αγάπη, βαθύτερη από τις πλωτές μοναξιές μας.
Για χάρη της κόρης μας λοιπόν προφέρουμε κάθε τι που βλέπουμε:οι λέξεις είναι σώμα και αίμα που μπορούμε να κοινωνήσουμε
αφού έρχεται η ώρα που κι εκείνες γίνονται ένα μ’ εμάς.
Μιαν άλλη χρονιά θα σκαρφαλώσουμε στη ροζιασμένη ράχη της Θήρας,
θα πάμε εκεί όπου το μισοφέγγαρο της Χίου κοιτάζει τη Σμύρνη
κι η Λέσβος τεντώνει το αυτί της στους ήχους της θάλασσας.
Οι Σπέτσες. Η Ύδρα. Ο Πόρος. Η Αίγινα.
Ξέχειλος ο κόσμος κι ο χρόνος ποτέ αρκετός
Ούτε κι οι λέξεις – ακόμα και το νερό μάς τελείωσε,
Η Αθήνα ξεπροβάλλει. Η κόρη μας παρατάει
το παράθυρο για το στήθος σου μέχρι να προσγειωθούμε.
Τόσα νησιά, τόσο αλάτι ευλογημένο, πώς θα μπορούσαμε
Να τελειώσουμε αυτό το φαγοπότι μοναχοί μας.Βραβείο Brick and Mortar Poetry 2004
The Atlanta ReviewMετάφραση: Ρούλα Κονσολάκη = = = = = Ντουέτο με τον
Salvatore QuasimodoΌταν πεθάνω, θα σ' ανταμώσω στις Μυκήνες
εκεί που οι πέτρες στοιχειοθετούν ένα αλφάβητο από ερείπια,
κρατώντας θαμμένα μόνο κάπoια ελάxιστα αναμφισβήτητα γεγονότα.
Θα θυμηθείς το μέρος απ' τα χρώματά του:
μια πινελιά σικελικού πράσινου, κυπαρίσια,
και πιτσιλιές από κεφάλια μαυροφορεμένων γυναικών.
Οι ψίθυροι κάθε μεσαιωικής πλατείας
παραδίνoνται στο σούρουπο - σιδερένιες καμπάνες
ξεχειλίζουν απ' τον αιθέρα που αφήνεις στο πέρασμά σου.
Κατέβασε πια τη λύρα σου απ' την ιτιά,
αρκετά έμεινε κρυμμένη, σαν ψύλλος
στη γενειάδα του σουλτάνου, η μουσική του νησιού σου
με την καταγωγή της στη θάλασσα την ίδια
πασπαλισμένη με μια νεροποντή από τη Μάλτα,
λίγη μπαρουτόσκονη και τσαλακωμένα άνθη ακακίας.
Δείξε μου πώς ν' ακουστώ πέρα από την αποχαύνωση,
αφού τους τηλεβόες δεν μπορούμε να τους ξεπεράσουμε -
αν και αυτή η αερολογία μάς κάνει να λιμοκτονούμε,
η ουσία θα μας καρτερά εκεί πέρα,
σκιές θα την κρύβουν σ' έναν τάφο κυψελωτό
όπου οι νεκροί ετοιμοπόλεμου ανεβαίνουν στ' άρματά τους.
μτφ: Ρούλα Κονσολάκη
-Ποίηση, τ.30 / φθιν.2007-