11 ~ Στον Πόρο, και αλλού, με τον Χένρυ Μίλλερ
Henry Miller (1891-1980)
"το φως της Ελλάδας μου άνοιξε τα μάτια, διαπέρασε
τους πόρους μου, διεύρυνε ολόκληρη την ύπαρξή μου"
«έλα να λουστείς στο εκτυφλωτικό ελληνικό φώς», του γράφει ο Λώρενς Ντάρρελ…
... και ο Χένρι Μίλερ, που διέμενε τότε στο Παρίσι, αψηφώντας τους κακούς οιωνούς -όταν τα μηνύματα του Β Παγκοσμίου πολέμου διαγράφονταν στον ορίζοντα- αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα το 1939, έχοντας εξασφαλίσει τη φιλοξενία του άγγλου συγγραφέα Λόρενς Ντάρελ, ο οποίος ζούσε στην Κέρκυρα. Αρχικά κινήθηκε χωρίς πρόγραμμα, πηγαίνοντας αποδώ και αποκεί. Θα εντυπωσιαστεί από τις συναντήσεις του με τον Κατσίμπαλη, τον Σεφέρη, τον Αντωνίου, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Τσάτσο και εξαιτίας τους θα παρατείνει τη διαμονή του. Θα φύγει από την Ελλάδα πιεζόμενος από την αμερικανική πρεσβεία που ήθελε να εγκαταλείψουν οι υπήκοοί της τον τόπο, λόγο του πολέμου που είχε αρχίσει πλέον.
- από το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Χένρυ Μίλλερ "Ο κολοσσός του Μαρουσιού"
Μετάφραση: Ιωάννα Καρατζαφέρη
εκδ. Μεταίχμιο, 2003
(ακολουθούν αποσπάσματα)
Δεν ήξερα τότε πως μια μέρα θα στεκόμουν μπροστά στις Μυκήνες ή στη Φαιστό, ή πως θα ξυπνούσα κάποιο πρωινό και κοιτάζοντας μέσα από ένα φινιστρίνι θα έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια τον τόπο για τον οποίο είχα γράψει σ' ένα μου βιβλίο αλλά που ποτέ δεν ήξερα ότι υπήρχε ούτε ότι είχε το ίδιο όνομα με αυτό που του είχα δώσει με την φαντασία μου. Στην Ελλάδα σού συμβαίνουν θαυμαστά πράγματα - θαυμαστά καλά πράγματα, που δεν μπορεί να συμβούν πουθενά αλλού στον κόσμο. Με κάποιον τρόπο, σχεδόν σαν Εκείνος να έγνεφε συναινετικά, η Ελλάδα παραμένει κάτω από την προστασία του Δημιουργού.
* Δεν θα είχα πάει ποτέ στην Ελλάδα αν δεν υπήρχε εκείνο το κορίτσι, η Μπέτι Ράιαν, που έμενε στο ίδιο σπίτι μ' εμένα στο Παρίσι. Ένα βράδυ, πάνω από ένα ποτήρι κρασί, άρχισε να μιλάει για τις εμπειρίες της από τις περιηγήσεις της στον κόσμο. [....] Αυτό το κορίτσι δεν είναι ακριβώς μια αφηγήτρια, αλλά ένα είδος καλλιτέχνιδας, αφού κανένας δεν μου έχει δώσει την ατμόσφαιρα ενός τόπου με τόση πληρότητα όσο αυτή για την Ελλάδα. Πολύ αργότερα ανακάλυψα ότι ο τόπος όπου είχε περιπλανηθεί, κι εγώ μαζί της, ήταν κοντά στην Ολυμπία, όμως τότε για μένα ήταν απλώς η Ελλάδα, ένας κόσμος από φως τέτοιο που ποτέ δεν είχα ονειρευτεί και ποτέ δεν ήλπιζα να δω.
Για μήνες πριν από αυτή τη συζήτηση λάμβανα γράμματα από την Ελλάδα από τον φίλο μου τον Λόρενς Ντάρελ, ο οποίος είχε κυριολεκτικά κάνει πατρίδα του την Κέρκυρα. Τα γράμματά του ήταν επίσης θαυμάσια, ωστόσο μη πραγματικά για μένα. Ο Ντάρελ είναι ποιητής και τα γράμματά του ήταν ποιητικά. Μου προκαλούσαν κάποια σύγχυση, επειδή το μο όνειρο και η πραγματικότητα, το ιστορικό και το μυθολογικό, μπλέκονταν τόσο καλλιτεχνικά. Αργότερα ανακάλυψα και μόνος μου ότι αυτή η σύγχυση είναι πραγματική και δεν οφείλεται εντελώς στην ποιητικότητα. Αλλά τότε νόμιζα πως ξετύλιγε την τέχνη του, ότι αυτός ήταν ο δικός του τρόπος να με κάνει να αποδεχτώ τις επανειλημμένες προσκλήσεις του να πάω και να μείνω μαζί του.
* Στη Μασσαλία πήρα το καράβι για τον Πειραιά. [....] Το ταξίδι θα κρατούσε τέσσερις πέντα μέρες, κάτι που μου έδινε αρκετό χρόνο για να γνωριστώ με εκείνους για τους οποίους ήθελα να μάθω περισσότερα. Εντελώς τυχαία, ο πρώτος φίλος που έκανα ήταν ένας έλληνας φοιτητής της ιατρικής που επέστρεφε από το Παρίσι. Μιλούσαμε γαλλικά. Το πρώτο βράδυ συζητούσαμε μέχρι τις τρεις ή τέσσερις τα ξημερώματα, κυρίως για τον Κνουτ Χάμσουν, με τον οποίο, όπως ανακάλυψα, οι Έλληνες ήταν παθιασμένοι. Στην αρχή φαινόταν περίεργο να μιλάμε γι αυτόν τον μεγαλοφυή από τον Βορρά ενώ πλέαμε σε ζεστά ύδατα. Αλλά εκείνη η συζήτηση με δίδαξε αμέσως ότι οι Έλληνες είναι ένας ενθουσιώδης, φιλομαθής, παθιασμένος λαός. Το πάθος - ήταν κάτι που μου είχε λείψει πολύ στη Γαλλία.
* Αυτή την πρώτη νύχτα περπάτησα γοητευμένος γύρω από το Ζάππειο. Παραμένει στη μνήμη μου όπως κανένα άλλο πάρκο απ' όσα ξέρω. Είναι η πεμπτουσία του πάρκου, εκείνο το κάτι που νιώθεις μερικές φορές όταν κοιτάζεις έναν πίνακα ή ονειρεύεσαι κάποιο μέρος όπου θα ήθελες να βρεθείς και ποτέ δεν βρίσκεις.
Ζάππειο, νύχτα (φωτ: PorcoMondo - flickr.com)
* Την άλλη μέρα αποφάσισα να πάρω το καράβι για την Κέρκυρα, όπου με περίμενε ο φίλος μου ο Ντάρελ. [....] Δεν περάσαμε από τον Ισθμό της Κορίνθου, επειδή είχαν γίνει κατολισθήσεις. Ουσιαστικά κάναμε το γύρο της Πελοπονήσσου. Το δεύτερο βράδυ σταματήσαμε στην Πάτρα, απέναντι από το Μεσολόγγι. Από τότε ήρθα πολλές φορές σε αυτό το μέρος, πάντα την ίδια περίπου ώρα, και πάντα δοκίμαζα την ίδια γοητεία.
Πάτρα, από το πλοίο (φωτ: lenidenengelse - flickr.com)
[....] "Μα το Θεό, ναι, μου αρέσει" έλεγα ξανά και ξανά στον εαυτό μου καθώς στεκόμουν στην κουπαστή και απολάμβανα την κίνηση και την οχλαγωγία. Έγειρα πίσω και κοίταξα ψηλά τον ουρανό. Ήταν υπέροχος. Ένιωσα εντελώς αποξενωμένος από την Ευρώπη. Είχα μπει σ' ένα καινούργιο πραγματικό βασίλειο ως ελεύθερος άνθρωπος - όλα είχαν συνταιριαστεί για να κάνουν την εμπειρία μοναδική και γόνιμη. Χριστέ μου, ήμουν ευτυχισμένος. Αλλά για πρώτη φορά στη ζωή μου ήμουν ευτυχισμένος με πλήρη συνείδηση ότι ήμουν ευτυχισμένος.
* Ο Ντάρελ περίμενε στην αποβάθρα με τον Σπύρο τον Αμερικάνο, τον υπηρέτη του. Το Καλάμι ήταν μια ώρα μακριά, το μικρό χωριό στη βόρεια άκρη του νησιού όπου βρισκόταν το σπίτι του Ντάρελ. Πριν καθίσουμε για το μεσημεριανό, κολυμπήσαμε μπροστά από το σπίτι. Δεν είχα μπει στο νερό περίπου είκοσι χρόνια. Ο Ντάρελ και η Νάνσι, η γυναίκα του, ήταν σαν ένα ζευγάρι δελφινιών' ζούσαν κυριολεκτικά μέσα στο νερό. Μετά το μεσημεριανό πήραμε έναν υπνάκο και ύστερα τραβήξαμε κουπί μέχρι έναν άλλο μικρό όρμο, περίπου ενάμισι χιλιόμετρο μακριά, όπου υπήρχε ένα μικρό άσπρο εκκλησάκι. Εδώ βαφτιστήκαμε εκ νέου γυμνοί.
[....] Στο Καλάμι οι μέρες κυλούσαν σαν τραγούδι. Πού και πού έγραφα κανένα γράμμα ή προσπαθούσα να ζωγραφίσω καμιά υδατογραφία.
Κέρκυρα, Καλάμι (φωτ: strafefox - flickr.com)
[....] Όταν εμφανίστηκε και πάλι η κοντέσα, μας έπεισε να περάσουμε μερικές ημέρες στο δικό της κτήμα στην άλλη μεριά του νησιού. Περάσαμε τρεις υπέροχες μέρες μαζί, και τότε, μέσα στη μέση της νύχτας, κινητοποιήθηκε ο ελληνικός στρατός. Δεν είχε κηρυχτεί ακόμη ο πόλεμος, αλλά η εσπευσμένη επιστροφή του βασιλιά στην Αθήνα ερμηνεύτηκε από όλους ως κακός οιωνός. Όποιος είχε τα μέσα φαινόταν αποφασισμένος να ακολουθήσει το παράδειγμα του βασιλιά. Η πόλη της Κέρκυρας βρισκόταν πραγματικά σε πανικό. Ο Ντάρελ ήθελε να καταταγεί στον ελληνικό στρατό για να υπηρετήσει στο αλβανικό μέτωπο. Ο Σπύρος, που είχε κάποια ηλικία, ήθελε επίσης να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Πέρασαν μερικές ημέρες μέσα σε υστερικές χειρονομίες και τότε, σαν όλα να είχαν τακτοποιηθεί από κάποιον ιμπρεσάριο, βρεθήκαμε όλοι να περιμένουμε το καράβι να μας πάρει για την Αθήνα. [....] Σκεφτόμουν τις χωρικές και τα κουρελιάρικα παιδιά που σύντομα δεν θα είχαν να φάνε, κι εκείνο το βλέμμα στα μάτια τους καθώς μας αποχαιρετούσαν. Φαινόταν δειλό που έφευγα έτσι, αφήνοντας τους αδύναμους και τους αθώους στη μοίρα τους. Πάλι τα λεφτά. Αυτοί που έχουν βρίσκουν διέξοδο, εκείνοι που δεν έχουν σφαγιάζονται. Έπιασα τον εαυτό μου να προσεύχεται να μας συλλάβουν στην πορεία οι Ιταλοί, για να μην τη βγάζαμε καθαρή μ' αυτό τον αναίσχυντο τρόπο.
* Από την βεράντα του δωματίου μου στο Γκραντ Οτέλ βλέπω την πλατεία Συνταγματος, που τα βράδια μαυρίζει από τον κόσμο, χιλιάδες άνθρωποι που κάθονται σε τραπεζάκια φορτωμένα ποτά και παγωτά, με τα γκαρσόνια να πηγαινοέρχονται με δίσκους από τα καφενεία γύρω από την πλατεία.
Εδώ κάποιο βράδυ συνάντησα τον Κατσίμπαλη, ο οποίος γυρνούσε στο Μαρούσι. Ήταν μια καθοριστική συνάντηση. [....] Στην ψηλή βεράντα στο Μαρούσι, καθώς το φως από τους άλλους κόσμους άρχιζε να ρίχνει τη λαμπρότητά του, συνέλαβα την παλιά και την καινούργια Ελλάδα στην απαλή τους διαύγεια, και έτσι παραμένουν στη μνήμη μου. Τη στιγμή εκείνη κατάλαβα ότι δεν υπάρχει παλιά ή καινούργια, μόνο η Ελλάδα, ένας κόσμος που συλλαμβάνεται και δημιουργείται αενάως. Ο άνθρωπος που μιλούσε είχε πάψει να έχει ανθρώπινο μέγεθος ή διαστάσεις και είχε γίνει ένας Κολοσσός, του οποίου η σιλουέτα λικνιζόταν πίσω μπρος με τον βαθύ, συρτό ρυθμό των φορτωμένων μαγεία φράσεών του.
* Στο μεταξύ η καινούργια πόλη της Αθήνας, που καλύπτει σχεδόν όλο το λεκανοπέδιο, αναρριχάται στις πλαγιές των βουνών που την περιστοιχίζουν. Για μια χώρα μόνο επτά εκατομμυρίων κατοίκων είναι κάτι σαν φαινόμενο η πόλη της Αθήνας. Βρίσκεται ακόμη στις ωδίνες του τοκετού: είναι παράξενη, συγχυσμένη, άτσαλη, αβέβαιη για τον εαυτό της, έχει όλες τις παιδικές αρρώστιες και λίγη από τη μελαγχολία και τη μοναξιά της εφηβείας. Αλλά έχει επιλέξει μια υπέροχη θέση για να μεγαλώσει' στο φως του ήλιου λάμπει σαν κόσμημα' τη νύχτα σπινθηροβολεί με ένα εκατομμύριο φώτα, σαν κάποιος να τα αναβοσβήνει με αστραπιαία ταχύτητα. Είναι μια πόλη με εντυπωσιακά ατμοσφαιρικά εφέ: δεν έχει σκαφτεί μέσα στη γη - επιπλέει σ' ένα διαρκώς εναλλασσόμενο φως, πάλλεται με χρωματικό ρυθμό.
Aθήνα (φωτ: armitatz - flickr.com)
* Ήταν τέλος φθινοπώρου που σημαίνει ότι ο καιρός ήταν όμορφα ήπιος. Κατά το μεσημέρι είδαμε τον Πόρο. [....] Δεν ξέρω τι με επηρέασε πιο βαθιά — η ιστορία του λεμονοδάσους ακριβώς απέναντι μας ή η θέα του Πόρου όταν ξαφνικά ανακάλυψα ότι πλέαμε μέσα από τους δρόμους. Αν υπάρχει ένα όνειρο που μου αρέσει περισσότερο απ' όλα τ' άλλα, είναι εκείνο που πλέω επί εδάφους. Μπαίνοντας στον Πόρο έχεις την ψευδαίσθηση ενός βαθύ ονείρου. [....] Μπαίνεις στο λιμάνι του Πόρου λικνιζόμενος και στροβιλιζόμενος, ένας ευγενής ηλίθιος πεταγμένος ανάμεσα σε κοντάρια και δίχτυα σ' έναν κόσμο που μόνο ο ζωγράφος ξέρει και που τον έχει και πάλι ζωντανέψει γιατί, όπως κι εσύ, όταν πρωτοείδε αυτό τον κόσμο, ένιωσε μεθυσμένος και ευτυχισμένος και ξένοιαστος. Το να πλέεις αργά μέσα από τους δρόμους του Πόρου είναι σαν να ξαναζείς τη χαρά να περνάς μέσα από το λαιμό της μήτρας.
Σοκάκι στον Πόρο
...είναι ένας αιώνας από τότε που πέρασα από τα στενά. Δεν θα ξαναγίνει. Κανονικά θα έπρεπε να λυπάμαι σε τούτη τη σκέψη, αλλά δεν το κάνω τώρα. Όλα συνηγορούν στο να είμαι λυπημένος αυτή την ώρα: όλα τα προαισθήματα που έχω εδώ και δέκα χρόνια επαληθεύονται. Αυτή είναι μια από τις κατώτερες στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν υπάρχει σημείο ελπίδας στον ορίζοντα. Όλος ο κόσμος είναι βυθισμένος στη σφαγή και την αιματοχυσία. Επαναλαμβάνω — δεν λυπάμαι. Άσε τον κόσμο να πάρει το μπάνιο του στο αίμα — εγώ θα κολλήσω στον Πόρο. [....] Αν ποτέ κατορθώσω την πληρότητα που επικαλούνται οι βουδιστές, αν θα έχω ποτέ την επιλογή είτε να επιτύχω τη Νιρβάνα είτε να μείνω πίσω για να παρακολουθώ και να καθοδηγώ εκείνους που θα έρχονται, λέω τώρα ας μείνω πίσω, ας υπερίπταμαι σαν ένα ευγενικό πνεύμα πάνω από τις στέγες του Πόρου κοιτάζοντας τον ταξιδιώτη μ' ένα χαμόγελο ειρήνης και χαράς. Μπορώ να δω όλη την ανθρωπότητα να στραγγίζεται στο λαιμό του μπουκαλιού εδώ, γυρεύοντας μια έξοδο στον κόσμο του φωτός και της ομορφιάς. Μακάρι να έρθουν, να ξεμπαρκάρουν, να μείνουν και να ξεκουραστούν για λίγο εν ειρήνη.
* Δεν ήξερα την έννοια της ειρήνης μέχρι που έφτασα στην Επίδαυρο. Όπως όλοι είχα κι εγώ χρησιμοποιήσει τη λέξη σε όλη μου τη ζωή, χωρίς ποτέ να καταλάβω ότι χρησιμοποιούσα κάτι κίβδηλο.
Η Επίδαυρος είναι απλώς ένας συμβολικός τόπος: ο πραγματικός τόπος βρίσκεται στην καρδιά, στην καρδιά κάθε ανθρώπου, αρκεί να σταματήσει και να την ψάξει. Κάθε ανακάλυψη είναι μυστηριώδης επειδή αποκαλύπτει αυτό που είναι τόσο αναπάντεχα άμεσο, τόσο κοντινό, τόσο μακρινό και τόσο οικεία γνωστό. Ο έξυπνος άνθρωπος δεν έχει ανάγκη να ταξιδεύει: πρέπει να είναι τρελός εκείνος που γυρεύει το πυθάρι χρυσού στο τέλος του ουράνιου τόξου. Αλλά είναι μοιραίο να συναντηθούν οι δυο τους και να ενωθούν. Συναντιούνται στην καρδιά του κόσμου, που είναι η αρχή και το τέλος του μονοπατιού. Συναντιούνται στην πραγμάτωση και ενώνονται στην υπέρβαση των ρόλων τους.
= = = = =
Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα
Μετάφραση Βασίλης Βασικεχαγιόγλου
Εκδόσεις Νεφέλη, 1985
(ακολουθούν αποσπάσματα)
* Στο φρούριο που ζει ο Γκίκας η συζήτηση γυροφέρνει πάντα γύρω από το Βυζάντιο μια κι αυτό είναι ο πολιτιστικός κρίκος. Και η συζήτηση, ίδιο εκκρεμές, πηγαίνει μπρος-πίσω - απ' τις Μυκήνες στην Ελλάδα του Περικλή, απ' τους Μινωικούς χρόνους στην Επανάσταση του '21, από τον Ερμή τον Τρισμέγιστο στον Περικλή Γιαννόπουλο ή τον Παλαμά ή τον Σικελιανό.
Ύδρα (φωτ: Ioannis D. Giannakopoulos - flickr.com)
Τα φαγοπότια είναι γιγάντια - μόνα τους τα ορεκτικά φτάνουν και περισσεύουν. Κι ύστερα τα επιδόρπια - πεπόνια, σύκα, άγουρα πορτοκάλια, σταφύλια, καρύδια, Τούρκικο γλύκισμα που δεν είναι καθόλου Τούρκικο αλλά Ελληνικό - Βυζαντινό μάλιστα - και η ρετσίνα που αναλύει τα πάντα σε χρυσή σκόνη και φουσκώνει τα πνευμόνια σαν από ραφιναρισμένο νέφτι που καθώς εξατμίζεται φτιάχνει καλό κεφάλι για κέφι και συζήτηση.
Ο Χένρυ Μίλλερ στην Ύδρα (φωτ: ellopos.org)
...Το κάθε τι είναι είναι παραμυθένιο, μυθικό, απίστευτο, θαυμαστό - μα ωστόσο αληθινό.
* Η πρώτη ματιά και η πρώτη εικόνα μου απ' την Αργολίδα, μια γη που αμέσως με συναρπάζει. Τούτο το μέρος ίσως να 'ναι και το αρχαιότερο στην Ελλάδα.
Aργολίδα, η κοιλάδα της Σκοτεινής (φωτ: Vounisios - flickr.com)
Έτσι φαντάζει. Έχει μία αρχέγονη ποιότητα, μια ακινησία που γοητεύει αλλά και γιατρεύει. Η γη της Αργολίδας – που είναι η πιο φιλική γη που έχω δει μέχρι τώρα σ' όλες μου τις περιπλανήσεις - είναι κοντά μου. Να διασχίσεις αυτό το τοπίο μ' ένα σαραβαλιασμένο Φορντ είναι πράγμα αταίριαστο, Κάθε μια ανακάλυψη φαίνεται παιδαριώδης, τώρα περισσότερο από ποτέ. Η Ελλάδα θα επιζήσει πάνω απ' όλες αυτές τις ιδέες της "Προόδου", θα αφομοιώσει, θα καταστρέψει και θα αναδημιουργήσει κάθε τι που τώρα φαίνεται απαραίτητο για τη ζωή. Εδώ τα πράγματα έχουν τον πρωταρχικό τους σκοπό. Ξαναγυρίζουν στις ρίζες τους.
Στο λιμάνι ξεσπάει μια σφοδρή καταιγίδα. Τελικά ο ουρανός καθαρίζει και με φουσκοθαλασσιά ξεκινάμε για τις Σπέτσες με μια βενζίνα.
* Για μένα, οι Σπέτσες είναι ένας σημαντικός σταθμός του μεγάλου αυτού ταξιδιού που κάνω. Οι μακρινοί μου περίπατοι με τον Τσάτσο, πλάι στη θάλασσα, οδήγησαν σε βαθιές επιβεβαιώσεις απαντήσεων που είχα κιόλας δώσει σε ορισμένα εσωτερικά μου προβλήματα. Αν κι ο ένας αντίποδας του άλλου, ωστόσο συνεννοηθήκαμε τέλεια παρόλο που μαζί με τ' άλλα είχαμε και το γλωσσικό πρόβλημα. Αλλά εκείνο που είχε ζωτική πραγματικά σπουδαιότητα για τον Τσάτσο ήταν η αγνότητά του. Ένιωθα ότι είχα συναντήσει έναν άνθρωπο μ' έξοχο πνεύμα, έναν συνδετικό κρίκο ανάμεσα σ' αυτούς που συνάντησα στο παρελθόν και σ' αυτούς που μου μέλλει να συναντήσω στο μέλλον.
Σπέτσες, το παλιό λιμάνι (φωτ: Yiannis Kalligas - flickr.com)
* Η Ελλάδα είναι αυτό που ξέρουμε όλοι, ακόμα και ερήμην, ακόμα και ως παιδιά ή ως ηλίθιοι ή ως αγέννητοι. Είναι αυτό που προσδοκάς να είναι η γη όταν της δίνεται η σωστή ευκαιρία.
* Στην Ελλάδα επιθυμείς να κολυμπήσεις στον ουρανό. Θέλεις να πετάξεις τα ρούχα σου, να πηδήξεις τρέχοντας και να βουτήξεις στο γαλάζιο. Θέλεις να αιωρηθείς στον αέρα σαν άγγελος, να ξαπλώσεις στο χορτάρι και να χαρείς με αυτό τον καταπληκτικό τρόπο την έκσταση. Πέτρα και ουρανός εδώ παντρεύονται. Είναι η αέναη αυγή της αφύπνισης του ανθρώπου.
* Οι Έλληνες έδιναν σώμα στα πάντα, ενσαρκώνοντας έτσι και διαιωνίζοντας το πνεύμα. Στην Ελλάδα είσαι πάντα γεμάτος με την αίσθηση της αιωνιότητας που εκφράζεται στο εδώ και τώρα' τη στιγμή που επιστρέφεις στον δυτικό κόσμο, είτε στην Ευρώπη είτε στην Αμερική, αυτή η αίσθηση του σώματος, της αιωνιότητας, του ενσαρκωμένου πνεύματος, θρυμματίζεται.
* Η ελληνική γη ανοίγει μπροστά μου σαν το Βιβλίο της Αποκάλυψης. Ποτέ δεν ήξερα ότι η γη εμπεριέχει τόσα πολλά' περπατούσα με παρωπίδες, με διστακτικά, αβέβαια βήματα' ήμουν περήφανος και αλαζονικός, ευχαριστημένος που ζούσα τη λάθος, περιορισμένη ζωή της πόλης. Το φως της Ελλάδας μού άνοιξε τα μάτια, διαπέρασε τους πόρους μου, διεύρυνε ολόκληρη την ύπαρξή μου.
- από τον Κολοσσό του Μαρουσιού -
Φωτογραφίες, πίνακες: koutouzis.gr, petergowland.com,
writersmugs.com, elortiba.org, hrc.utexas.edu, askart.com,
nikart.ca. redflame93.com, extra-oomph.com, concierge.com,
enet.gr, quotationsbook.com (από τον Carl Van Vechten)
Εξώφυλλα βιβλίων: protoporia.gr, politeia.gr, amazon.com
writersmugs.com, elortiba.org, hrc.utexas.edu, askart.com,
nikart.ca. redflame93.com, extra-oomph.com, concierge.com,
enet.gr, quotationsbook.com (από τον Carl Van Vechten)
Εξώφυλλα βιβλίων: protoporia.gr, politeia.gr, amazon.com
8 Comments:
«Πολλές φορές, ακολουθώντας την Ιερά Οδό από το Δαφνί προς τη θάλασσα, νόμισα πως τρελαίνομαι. (…) Δεν έπρεπε να κυλάμε με αμάξια στην Ιερά οδό, όπως σ’ έναν αυτοκινητόδρομο τούτο είναι μια ιεροσυλία. Έπρεπε να βαδίζουμε, να βαδίζουμε, όπως οι άνθρωποι των αλλοτινών καιρών, και ν’ αφήνουμε όλο μας το είναι να πλημμυρίζει από φως. Δεν βρίσκεται κανείς εδώ σ’ έναν από τους μεγάλους δρόμους της χριστιανοσύνης. Αυτό τον δρόμο τον χάραξαν πόδια παγανιστικά, πόδια ευλαβικά, πορευόμενα προς τη μύηση, προς την Ελευσίνα…».
(Φιλολογικές διαδρομές στην Ελλάδα, ΠΑΤΑΚΗΣ).
Από τοίχο φίλου στο φβ. Μόλις το διάβασα σκέφτηκα το "Ταξιδεύοντας"
Καλησπέρες!
Καλή βροχερή βδομάδα!
''Κολοσσός Του Μαρουσιού'' ή οποιον αναγνώστη διαβάζει αυτές τις γραμμές & επιθυμεί να βοηθήσει την αποπεράτωση ταινίας-ντοκιμαντέρ-μυθοπλασίας, με τίτλο ''Ο Μίλλερ Το Μαρούσι & η Μουσική.''
Συγκεκριμένα όποιος έχει το πιο πάνω βιβλίο, μεταφρασμένο ή αμετάφραστο, θα μας βοηθήσει σημαντικά αν στείλει μεϊλ με την σελίδα όπου υπάρχει η στιχομυθία του Μιλλερ - Κατσίμπαλη, μεσα σε μια βάρκα, από Υδρα προς Ερμιόνη!
Κατά τα λοιπά, εκτός από τα 3Μ -Μίλλερ, Μαρούσι, Μουσική - δεν πιάνω την σχέση των δύο πρώτων με το τρίτο.
Πάμε.
Χένρι Μίλερ, Ο κολοσσός του Μαρουσιού.
Έκδ. Μεταίχμιο, 2003
- από τις σελίδες 76, 77, 78, 79, 80 και 81:
Όταν πήραμε το καράβι για τις Σπέτσες ο Κατσίμπαλης ακόμη μιλούσε. Συνεχίζαμε μόνο οι δυο μας. Οι Σπέτσες ήταν μόλις μερικές ώρες μακριά. Όπως είπα, ο Κατσίμπαλης μιλούσε ακόμη. Καθώς πλησιάζαμε στον προορισμό μας άρχισε να ψιχαλίζει λίγο. Όταν μπήκαμε στη μικρή βάρκα και τραβήξαμε για την προκυμαία, ο Κατσίμπαλης παρατήρησε ότι το μέρος φαινόταν παράξενο, ότι ίσως να είχαμε φτάσει στην άλλη μεριά του νησιού. Βγήκαμε από τη μικρή βάρκα και περπατήσαμε στην παραλία. Ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά σ' ένα ηρώο και προς έκπληξη μου ο Κατσίμπαλης άρχισε να γελάει. «Είμαι τρελός» είπε. «Οι Σπέτσες δεν είναι εδώ. Εδώ είναι η Ερμιόνη. Είμαστε στα μεσόγεια». Ήρθε και μας μίλησε ένας χωροφύλακας. Μας συνέστησε να πάμε από την άλλη μεριά του νησιού και αποκεί να πάρουμε κανένα καΐκι για τις Σπέτσες. Μια Φορντ σακαράκα που χρησίμευε για λεωφορείο μας περίμενε. Μέσα υπήρχαν κιόλας έξι επιβάτες, αλλά τα καταφέραμε και στριμωχτήκαμε κι εμείς. Μόλις ξεκινήσαμε άρχισε να βρέχει. Περάσαμε από το Κρανίδι με αστραπιαία ταχύτητα, μισό αυτοκίνητο στο δρόμο και μισό στο αυλάκι. Πήραμε μια απότομη στροφή και κατεβήκαμε τη βουνοπλαγιά με τη μηχανή σβηστή. Το αυτοκίνητο διαλυόταν και το γουρουνάκι που πάνω του ξεκουράζονταν τα πόδια μας γρύλιζε σαν τον τρελό που τον τσιμπούσαν μύγες. Όταν φτάσαμε στο λιμανάκι Πορτοχέλι έπεφταν καταρράκτες. Βουτηχτήκαμε μέσα στη λάσπη μέχρι τον αστράγαλο ώσπου να φτάσουμε στην ταβέρνα μπροστά στο λιμάνι. Γύρω μας μαινόταν μια τυπική μεσογειακή καταιγίδα. Όταν ρωτήσαμε αν μπορούσαμε να βρούμε κανένα πλεούμενο οι άνδρες που έπαιζαν χαρτιά μας κοίταξαν λες και ήμασταν τρελοί. Είπαμε: «Όταν τελειώσει η καταιγίδα». Κούνησαν το κεφάλι τους. «Θα κρατήσει όλη μέρα» είπαν «μπορεί και όλη νύχτα». Βλέπαμε την μπόρα για περισσότερο από μία ώρα, μας έπιανε πλήξη ακόμα και στην ιδέα να περάσουμε εδώ όλη τη νύχτα. Μήπως υπήρχε κανένας, ρωτήσαμε, που θα το αποφάσιζε μόλις κάλμαρε λιγάκι η μπόρα; Αφήσαμε να διαφανεί ότι θα πληρώναμε διπλά ή τριπλά το συνηθισμένο ναύλο. «Και ποια είναι» ρώτησα τον Κατσίμπαλη «η συνηθισμένη ταρίφα;». Απευθύνθηκε στον ταβερνιάρη. «Εκατό δραχμές» είπε. Αν πληρώναμε τριακόσιες δραχμές θα ήταν εξαίσιο. Τριακόσιες δραχμές είναι περίπου δύο δολάρια. «Δηλαδή υπάρχει κάποιος τόσο τρελός που θα ρισκάρει τη ζωή του για δύο δολάρια;» ρώτησα. «Κι εμείς τι είμαστε;» απάντησε, και τότε ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ήταν πολύ παράτολμο να βάλουμε σε πειρασμό κάποιον να μας πάει οπουδήποτε με τέτοια θάλασσα. Καθίσαμε και το κουβεντιάσαμε. «Είσαι βέβαιος ότι θέλεις να το διακινδυνεύσεις;» ρώτησε ο Κατσίμπαλης. «Εσύ τι λες;» απέφυγα να απαντήσω. «Δεν πρόκειται να τα καταφέρουμε» είπε. «Είναι ρίσκο. Πάντως θα είναι ένας ρομαντικός θάνατος — για σένα».
Λίγα λεπτά αργότερα βγήκε ο ήλιος και μαζί του εμφανίστηκε και ο άνθρωπος που είχε πάει για έναν υπνάκο. Τρέξαμε να τον χαιρετήσουμε αλλά μας απομάκρυνε μ' ένα νεύμα του χεριού του. Σταθήκαμε στην είσοδο και τον βλέπαμε να τραβάει τη βάρκα και να σηκώνει τα πανιά. Του έπαιρνε πολλή ώρα: στο μεταξύ είχαν ξαναμα-ζευτεί τα σύννεφα, ακούστηκε και μια αστραπή και άρχισε να βρέχει. Ο άνθρωπος έσκυψε και μπήκε στο αμπάρι. Σταθήκαμε κοιτάζοντας για λίγο ακόμα τον ουρανό/Εβρεχε καρεκλοπόδαρα πάλι. Όταν φάνηκε ότι δεν υπήρχε πια ελπίδα, βγήκε ξαφνικά στο κατάστρωμα ο άνθρωπος και μας έκανε νόημα. Η βροχή είχε αραιώσει και τα σύννεφα πίσω μας διαλύονταν. «Μπορούμε να δοκιμάσουμε τώρα;» ρωτήσαμε, χωρίς να είναι κανένας μας σίγουρος. Ο άνθρωπος σήκωσε τους ώμους του. «Τι πα' να πει αυτό;» ρώτησα. Σ' αυτό σήκωσε τους ώμους και ο Κατσίμπαλης, προσθέτοντας με πονηρό χαμόγελο: «Αυτό σημαίνει πως αν εμείς είμαστε τόσο τρελοί ώστε να ρισκάρουμε τη ζωή μας, άλλο τόσο είναι κι αυτός». Πηδήξαμε μέσα και σταθήκαμε μπροστά, κρατώντας το κατάρτι. «Γιατί δεν πας κάτω;» είπα. Ο Κατσίμπαλης δεν ήθελε να κατέβει, ^τον έπιανε ναυτία. «Μα θα σε πιάσει έτσι κι αλλιώς» είπα. «Τώρα, πάμε γυρεύοντας». Είχαμε κιόλας ξεκινήσει και πλέαμε κοντά στην ακτή. Μόλις βγήκαμε στ' ανοιχτά μας χτύπησε στα ίσια μια δυνατή ριπή ανέμου. Ο Έλληνας άφησε το τιμόνι για να κατεβάσει τα πανιά. «Κοίτα» είπε ο Κατσίμπαλης «αυτοί οι άνθρωποι είναι τρελοί». Πλησιάζαμε επικίνδυνα κοντά στα βράχια ως τη στιγμή που ο άνθρωπος κατέβασε τα πανιά. Η θάλασσα φούσκωνε -μπροστά μας φάνηκαν οι άσπροι αφροί. Άρχισα να καταλαβαίνω τι τρέλα κάναμε όταν είδα τα τεράστια αυλάκια μέσα στα οποία βυθιζόμασταν με έναν τρομερό ίλιγγο.
Κοιτάξαμε ενστικτωδώς πίσω τον τιμονιέρη μήπως δούμε καμιά αχτίδα ελπίδας στο πρόσωπο του, αλλά εκείνος ήταν ανέκφραστος. «Μπορεί να είναι τρελός» είπε ο Κατσίμπαλης, και μαζί με τα λόγια του έπεσε πάνω μας ένα κύμα και μας έβρεξε μέχρι το κόκαλο. Σκύβοντας ν' αποφύγουμε το κύμα, ζωντανέψαμε. Και μας ζωντάνευε ακόμα περισσότερο η θέα ενός μικρού γιοτ που ερχόταν καταπάνω μας. Ήταν μόλις λίγο μεγαλύτερο από τη δική μας βενζίνα και είχε περίπου την ίδια ταχύτητα. Τα πλοιάρια αναπηδούσαν και βουτούσαν πλάι πλάι σαν δυο θαλάσσιοι ίπποι. Ποτέ δεν θα μπορούσα να πιστέψω ότι μια τόσο μικρή βάρκα θα άντεχε σε τέτοιον καιρό. Όταν γλιστρούσαμε κάτω στον πάτο ενός αυλακιού το κύμα που ερχόταν καταπάνω μας έμοιαζε σαν τέρας με άσπρα δόντια που περίμενε να πέσει πάνω μας πρώτα με την κοιλιά. Ο ουρανός ήταν σαν την ανάποδη ενός καθρέφτη, που έδειχνε κάποια θαμπή λιωμένη λάμψη απ' όπου προσπαθούσε μάταια ο ήλιος να βγει. Στον ορίζοντα οι αστραπές συνέχιζαν τα ζικ ζακ τους. Τώρα τα κύματα άρχισαν να μας χτυπάνε απ' όλες τις μεριές. Κρατούσαμε το κατάρτι με όλη τη δύναμη των χεριών μας. Διακρίναμε ξεκάθαρα τις Σπέτσες, τα σπίτια φάνταζαν στοιχειωμένα, σαν να είχαν ξεράσει τα σωθικά τους. Περιέργως, κανένας μας δεν φοβόταν.
Όταν φτάσαμε στην προκυμαία βρεθήκαμε μπροστά σ' ένα μικρό πλήθος. Ο χωροφύλακας μας κοίταξε καχύποπτα. Τι μας είχε φέρει στις Σπέτσες με τέτοιο καιρό... γιατί δεν είχαμε έρθει με το μεγάλο πλοίο; Τι δουλειά είχαμε εκεί πέρα; Το γεγονός ότι ο Κατσίμπαλης ήταν Έλληνας και ότι είχε βγει από το μεγάλο πλοίο κατά λάθος έκανε τα πράγματα ακόμα πιο ύποπτα. Και τι έκανε αυτός ο τρελός Αμερικανός — το χειμώνα δεν έρχονται τουρίστες στις Σπέτσες. Ύστερα όμως από μερικούς γρυλισμούς ξεθύμανε. Πήγαμε εκεί κοντά σ' ένα μικρό ξενοδοχείο και γράψαμε τα ονόματα μας σ' ένα μεγάλο βιβλίο. Ο ιδιοκτήτης, που ήταν λιγάκι χαζός αλλά συμπαθητικός, κοίταξε τα ονόματα και μετά ρώτησε τον Κατσίμπαλη: «Σε ποιο σύνταγμα ήσουν στον πόλεμο; Εσύ δεν είσαι ο λοχαγός μου;» και είπε το όνομα του και το όνομα του συντάγματος. Όταν αλλάξαμε ρούχα, ο Τζον ο ιδιοκτήτης μας περίμενε: κρατούσε από το χέρι τον μικρό του γιο και στην αγκαλιά του ένα μωρό. «Τα παιδιά μου, λοχαγέ» είπε περήφανα. Ο κύριος Τζον μας πήγε σε μια ταβέρνα όπου θα τρώγαμε εξαιρετικά τηγανητά ψάρια και θα πίναμε ρετσίνα.
... ... ...
ευχαριστώ θερμά για τις συνεισφορές σας, ας μου επιτρέψετε να σας μνημονέψω
ΓΠ
Δημοσίευση σχολίου
<< Home