115 ~ Μισέλ Ντεόν - 3 πατρίδες: Γαλλία, Ελλάδα, Ιρλανδία
Michel Déon (1919)"γίνομαι πάλι αρτιμελής μέσα μου,
καθώς γίνομαι ένα με την Ελλάδα."
«Ξαναβάζω τα ρούχα της πόλης. Ένα κουστούμι και μία γραβάτα, κι έχω ήδη φύγει. Στις δύο η ώρα θα πάρω τη «Νεράιδα» για τον Πειραιά, μαζί με την οικογένεια Κατσίμπαλη... Περίπου όλοι οι ξένοι του νησιού φεύγουν με το απογευματινό πλοίο. Θα ξαναγυρίσουν για το Πάσχα...»
Pages grecques (ΤΑ ΝΕΑ, 9 Σεπ. 1998)
(φωτ: karavia.net)
Ο Μισέλ Ντεόν, μετά από δέκα χρόνια παραμονής στην Ελλάδα, έφυγε για μια νέα πατρίδα, την Ιρλανδία. Ξαναγυρίζει συχνά, όμως, γιατί "στην Ελλάδα έδωσε την καρδιά του κι εκείνη του την πήρε. Γι αυτό δεν κάνει μακριά της επί πολύ. Πρέπει να έρχεται συνέχεια – για να βρίσκει την καρδιά του."
= = = = =
Μέσα από τα δρομάκια της Καλύμνου, η κα Γκούλου μας συνόδευσε προς ένα σταθμό ταξί. Κρατώντας την παλιά ομπρέλα που είχε βγάλει από ένα ντουλάπι και κάτω από αυτόν τον Θόλο από μπεζ ξεφτισμένο μετάξι, περπατούσαμε μαζί μέσα στο πρωινό πλήθος, αποφεύγοντας τις προθήκες των μανάβηδων - πορτοκάλια και μανταρίνια, τα φορτωμένα με κεραμεικά γαϊδούρια και τα πανέρια με φρέσκο ψάρι που οι άνδρες κουβαλούσανε στους γοφούς τους. Επιτέλους βρήκαμε τα ταξί και από τακτ πήρα το πρώτο, που δεν ήταν και το πιο ωραίο.
Η κα Γκούλου μάς κοιτούσε ευγενικά να φεύγουμε, με την ομπρέλα της τελείως ίσια. Ποτέ δεν θα τολμούσα να της παραπονεθώ για τις πινέζες (του κρεβατιού). Για χάρη της αξιοπρέπειάς της, ήμουν έτοιμος να υποστώ ακόμα μια λευκή νύχτα.
Ο δρόμος με την απότομη άκρη, μας οδήγησε στις Μυρτιές, μια ακτή από γκρίζα άμμο σχιστόλιθου, απέναντι από ένα υπέροχο βράχο ριγμένο στη θάλασσα, όπως στο Γιβραλτάρ. Πάνω σ' αυτό το βράχο, διακρίναμε κάποια σπίτια, χωράφια σε πεζούλες, ελαιώνες και πάνω απ' αυτούς ένα τείχος σαν από λάβα βασάλτη.
Κάλυμνος, το νησάκι Τέλενδος απέναντι από τις Μυρτιές
(φωτ: flickr.com, από Travel Logger)
Το νησάκι φαινόταν έτοιμο να το αγγίξουμε. Στην πραγματικότητα, ήταν ένα μίλι από την ακτή και ο οδηγός μάς είχε προειδοποιήσει: το στενό ήταν το περίφημο μέρος που προτιμούν να συναντιούνται τα σκυλόψαρα. Προσπαθήσαμε να μαντέψουμε τα φοβερά τους ακροπτέρυγα, αλλά το Αιγαίο άσπριζε σαν τα πρόβατα και ως γνωστό, οι καρχαρίες κολυμπούν ανάμεσα σε δύο κύματα. Χρειαζόμαστε μια βάρκα, δεν φαινότανε καμία. Γιατί από ένα νησί, έχουμε πάντα ανάγκη να πάμε σ' ένα άλλο μικρότερο; Γιατί αυτή η νησιομανία; Ποια φανταστική ή πραγματική προστασία νιώθουμε όταν μας περιτριγυρίζει το νερό, όταν δεν είμαστε δεμένοι με την ξηρά παρά με τα πλοία, φορείς αλληλογραφίας και καμιά φορά φιλικών προσώπων;
Από νησί σε νησί, από νησάκι σε νησάκι θα καταλήξουμε φύλακες φάρων ή στυλίτες, σε ιδανική θέση για να περιφρονούμε την ανθρωπότητα, να απολαμβάνουμε την αυγή και το λιόγερμα, αψηφώντας τις καταιγίδες, το κρύο ή τη ζέστη. Όμως δεν θα πηγαίναμε απέναντι. Καλύτερα είναι λοιπόν να ονειρευόμαστε όλους αυτούς τους ηφαιστιογενείς όγκους, που διασπαρμένοι στο Αιγαίο, θυμίζουν τη μάχη των Τιτάνων εναντίον του Δία.
από Το Ραντεβού της Πάτμου
Απόδοση: Μαρία Αραμπατζόγλου
Το Δέντρο τχ. 62 - Καλοκαίρι 1991
= = = = =
O πολυβραβευμένος και πολυγραφότατος γάλλος συγγραφέας και ακαδημαϊκός Μισέλ Ντεόν έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον χειμώνα του 1959. Τον συνοδεύει η σύζυγός του Σαντάλ, και αυτή η πρώτη επίσκεψη είναι αρκετή για να τους κάνει να αποφασίσουν να παρατείνουν την παραμονή τους για δέκα ακόμα ...χρόνια. Χτίζουν το σπίτι τους κοντά στο παλιό λιμάνι των Σπετσών, μεγαλώνουν εκεί την Αλίς και τον Αλεξάντρ - τα δυο παιδιά τους -, συνδέονται φιλικώς και κοινωνικώς με έλληνες, φιλoξενούν συμπατριώτες τους, διάσημους συγγραφείς, για να τους γνωρίσουν τον τόπο που τώρα πια νιώθουν σχεδόν πατρίδα τους. Ο Μισέλ Ντεόν ταξιδεύει στα ελληνικά νησιά, εμπνέεται και γράφει...
Σπέτσες, το παλιό λιμάνι
(φωτ: flickr.com, από maska_29)
«Από το Μπαλκόνι στις Σπέτσες μέχρι και το τελευταίο κεφάλαιο, το Πάλι πίσω στις Σπέτσες, μια ολόκληρη ζωή κύλησε κι έμαθα πολλά. Έχω συγκεντρώσει μερικά από αυτά σε αυτό το βιβλίο που αντλεί την ενότητά του από έναν έρωτα- αυστηρό καμία φορά και τρικυμισμένο- τον έρωτά μου για την Ελλάδα.»
«Δεν ξέρω άλλους από τους Έλληνες, δεν ξέρω άλλον χαρακτήρα από τον δικό τους, που να σε κάνει να περνάς με τέτοια προθυμία από το μαύρο στο ρόδινο. Αναλογίζομαι με λύπη τη διαφθορά που τους φέρνουμε.»Μισέλ Ντεόν «Σελίδες για την Ελλάδα» (e-go.gr/culture)
= = = = =
Από την συνέντευξή του Μισέλ Ντεόν, στην Αμαλία Νεγρεπόντη, για ΤΑ ΝΕΑ (9/9/98):
Πότε πρωτοταξίδεψα στην Ελλάδα; Ποτέ μου δεν ταξίδεψα στην Ελλάδα! εγώ βυθίστηκα μέσα στην καρδιά της Ελλάδας - έγινα ένα μαζί της κι εσείς μου μιλάτε για ...ταξίδια! Έπειτα από χιλιάδες μαθήματα για την κλασική Ελλάδα και χιλιάδες βιβλία που διάβασα για αυτήν - από Σατωμπριάν μέχρί Χένρι Μίλλερ και Αντρέ Φρενιώ - μου ήταν απόλυτη και πιεστική αναγκαιότητα να ανακαλύψω την ελληνική πραγματικότητα. Και σκοπίμως πηγαίνοντας από τον μύθο, τον θρύλο και το ένδοξο παρελθόν στη ζωή δεν απογοητεύθηκα' μαγεύθηκα. Έζησα την Ελλάδα της μυθολογίας, που καθιστά την αλήθεια της Ιστορίας - με τις απλουστεύσεις και της παραμορφώσεις της - ψέμα, καθώς μονάχα στην Ελλάδα ο μύθος γίνεται πραγματικότητα κι αλήθεια' έζησα την Ελλάδα της αναλλοίωτης διαχρονικότητας και, πάνω απ' όλα, έζησα την καθημερινή Ελλάδα. Αυτήν που ζει, τρώει και πίνει, τραγουδάει, χορεύει, υποφέρει και μια μέρα πεθαίνει. Για να ξαναγεννηθεί από τη στάχτη της. Ξανά και ξανά και ξανά...
…στην Ελλάδα όλα γίνονται ένα. Ό,τι έζησες γίνεται ένα ένα με ό,τι τώρα ζεις και αυτό το ένα και μοναδικό πάει, προλαβαίνει και συναντάει ό,τι θα ζήσεις.
Εδώ γίνονται πραγματικότητα τα όνειρα της θάλασσας' τα όνειρα της αγάπης, διάβασα στον Σεφέρη, πολλά χρόνια πριν, κι αυτό το έζησα στην Ελλάδα’ στιγμή δεν διαψεύσθηκε. Η Ελλάδα είναι τόπος διαφορετικός απ' όλους του κόσμου, έθνος διαφορετικό. Την Ελλάδα εάν την γνωρίσεις, δεν μπορείς παρά να την αγαπήσεις και να της αφοσιωθείς. Σε τραβάει και συναισθηματικά και εγκεφαλικά και σε καθημερινό επίπεδο' σε αναγκάζει να της δώσεις τη ζωή σου και την καρδιά σου: τα πάντα σου.
Ό,τι εκείνη παθαίνει, εσύ παθαίνεις. Έτσι μονάχα η Ελλάδα μπορεί και σε πληγώνει. Και με πλήγωσε. Αλλά αυτό δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε. Στο Παρίσι μπορεί να γεννήθηκα, αλλά στην Ελλάδα δόθηκα και άφησα την καρδιά μου. Γι αυτό και, αν και δεν ζω πια εδώ – ζω στην Ιρλανδία, σε ένα απομονωμένο ράντσο με άλογα, όπου η ζωή είναι πολύ πιο ήρεμη και πολύ πιο απλή – πάντα ξαναγυρνάω. Πως αλλιώς να γίνει; Για να ξαναβρίσκω την καρδιά μου. Το σπίτι μου… Είναι περίεργο και μου συμβαίνει κάθε φορά: με το που πατάω το πόδι μου στην Ελλάδα, σε γη ελληνική, σαν να γίνεται μια ένωση’ σαν να ακούγεται ένα ανεπαίσθητο “κλικ”, όπως ένα αντικείμενο που μπαίνει στη θήκη του ή ένα κλειδί που εφαρμόζει στη σωστή πόρτα. Και γίνομαι πάλι αρτιμελής μέσα μου, καθώς γίνομαι ένα με την Ελλάδα. Και πάντα ταυτίζομαι μαζί της. Με τους εθνικούς της αγώνες’ με τα όνειρα και τις επιδιώξεις της. Είναι όλα δικά μου.» «θα γελάσετε ίσως. Μοιάζει παιδικό. Στη ζωή μου έχω ταξιδέψει πολύ. Στην Τουρκία, όμως, ποτέ δεν πάτησα το πόδι μου. Αφού είμαι Έλληνας… Δηλαδή, θέλω να πω, πάντα ένιωθα πως πηγαίνοντας στην Τουρκία θα πρόδιδα τη χώρα και τους αγώνες της. Δεν χωρούν αντικειμενικές ερμηνείες σε αυτά.
Πάντα αυτό με κυνηγούσε' αυτή η ερώτηση: "τι έχει αυτή η Ελλάδα που τόσος κόσμος ασχολείται μαζί της", που φθάνοντας στα πέρατα του κόσμου, κάπου θα ακούσεις ελληνικά ή θα βρεις Έλληνα ή, τέλος πάντων, κάποιος θα έχει κάποια ιστορία για την Ελλάδα να σου πει. Εντάξει, είναι το παρελθόν της. Αλλά δεν φθάνει. Τι είναι λοιπόν; Ε, αυτή η απορία μου είχε γίνει πιεστική ανάγκη να τη λύσω. Και φυσικά, την έλυσα όταν ήρθα εδώ και έζησα.
Η Αθήνα είναι μία πανέμορφη, ανυπόφορη, σχιζοφρενική, κουραστική και γοητευτικότατη πόλη. Είναι αδύνατον να ζεις εδώ, όμως. Είναι μια τρέλα. Ένας συνεχής πυρετός που συνεχώς αλλάζει και μεταβάλλεται. Η Αθήνα είναι πόλη που πρέπει – και θέλεις – να επισκέπτεσαι συχνά, αλλά είναι ολέθριο να ζεις σε αυτήν. Εμένα, βέβαια, ποτέ δεν παύει να με συγκινεί’ να με συναρπάζει. Παρ’ ότι η φρεσκάδα των πρώτων συναισθημάτων, που ένιωσα όταν την πρωτοείδα, έχει πια περάσει, κάθε φορά που φθάνω στην Αθήνα, την ξαναανακαλύπτω καθώς ξεπροβάλλει αργά μέσα από το διάφανο σύννεφο χρυσού της η Ακρόπολη. 25 αιώνες δεν έχουν μπορέσει να σβήσουν αυτό το θαύμα. Που, όσα πρόσωπα κι αν έχει αλλάξει η Αθήνα, ποτέ δεν αλλάζει. Όπως και ολόκληρη η Ελλάδα, εξάλλου.
Η Ελλάδα, πάντα, έχει υπάρξει μία χώρα χτυπημένη – τόσο από τους εχθρούς όσο και από τους φίλους της. Σε κάθε άνθρωπο που – όποια κι αν είναι η θρησκεία του και σε όποια φυλή κι αν ανήκει – αγωνίζεται για την ελευθερία, η Ελλάδα βλέπει έναν αδελφό. Μέσα σε όλα τα – φαινομενικά αντιφατικά – γεγονότα της ελληνικής ιστορίας, βρίσκεται μία εσωτερική αρμονία, ένα σταθερό στοιχείο, που αποτελεί την ουσία των Ελλήνων’ και αυτό είναι ο αγώνας για την ελευθερία. Αυτός ο αγώνας είναι και το ελληνικό θαύμα. Όπως αναφέρει ο Καζαντζάκης "είναι ο homo hellenicus που πέτυχε αυτό το ανθρώπινο θαύμα που ονομάζεται ελευθερία".
Λατρεύω αυτή τη γλώσσα, την υπέροχη, την ελληνική – και τη νεώτερη και την αρχαία και την καθαρεύουσα ακόμη!
Δεν υπάρχει διαφορά αρχαίας και νέας Ελλάδας. Για μένα υπάρχει μονάχα μία Ελλάδα: η ίδια και ενιαία. Σε κάθε βήμα που κάνεις στην Ελλάδα, μπροστά σου βρίσκεις τους θεούς και τους ήρωες' τους αγώνες για λύτρωση και επιβίωση' τη μοναδική χώρα που, σαν τον Διγενή, προκαλεί το θάνατο, μόνον που η Ελλάδα τον νικάει. Ζούσε, ζει και θα ζει για πάντα. Η Ελλάδα λαβωμένη μέχρις θανάτου από τις επιδρομές και την πτώση της Κωνσταντινούπολης μέχρι σήμερα ξαναγεννιόταν – αενάως – εκ της τέφρας της, σαν τον φοίνικα. Η "αίσθηση της Ιστορίας" δεν εμφιλοχωρεί στο σύστημα λογικής της ελληνικής – αρχαίας ή σύγχρονης – σκέψης. Αυτός ο μηχανισμός προσβάλλει την υψηλού φρονήματος ιδέα από την οποία δημιουργήθηκε η ελευθερία' η ελευθερία ενός λαού που ποτέ δεν έχει πράξει κάτι το αξιόμεμπτο, καθοδηγούμενος από τη φιλοδοξία. Εμείς, όμως, εμείς – εμείς οι Έλληνες, εννοώ – είμαστε, ή τουλάχιστον μέχρι πρότινος ήμασταν, αποκομμένοι. Για την υπόλοιπη Ευρώπη, δηλαδή, η ιστορία της ελληνικής σκέψης και η θέση και η προσπάθεια των Ελλήνων δεν έμοιαζε παρά μία λαμπρή άσκηση στυλ. Ένας λαός, ένα έθνος ήταν νεκρό κάτω από τα ερείπια των μνημείων του – έτσι λογάριαζαν, κάπως. Και να το ξαναβρίσκεις αυτό το έθνος, ολοζώντανο, στο διάβα του εικοστού αιώνα, ήταν ένα συναίσθημα που σου έσφιγγε την καρδιά. [....] Η Ελλάδα είναι κάτι το μαγικό – ως τόπος, ως ιστορία, ως έθνος: τα πάντα. Και είναι αυτή η αίσθηση του αιώνιου, του αέναου και του αήττητου – που πολλοί, κατά καιρούς, νόμισαν ότι πάταξαν – που την κάνει μοναδική.Γι αυτό και ελπίζω, ποτέ να μη συγχωνευθεί απόλυτα με την υπόλοιπη Ευρώπη – μην υπερισχύσει το "Ευρωπαίος" του “Έλληνα” – με όλο το εννοιολογικό φορτίο της λέξης. Γιατί η ταυτότητα της Ελλάδας είναι η αθανασία και η αχίλλειος πτέρνα της, συνάμα. Κι αν αυτή χαθεί, μόνον τότε η Ελλάδα θα πεθάνει. Δεν φοβούμαι όμως. Οι Έλληνες δεν θα αφήσουν να συμβεί αυτό – είμαι βέβαιος πως κάτι θα μηχανευθούν, να ξεγλιστρήσουν από την ακαμψία αυτών που η Ε.Ε. θέλει να τους επιβάλει. »
Στην Ελλάδα έδωσα την καρδιά μου κι εκείνη μου την πήρε. Γι’ αυτό εγώ δεν κάνω μακριά της επί πολύ. Πρέπει να έρχομαι συνέχεια – για να βρίσκω την καρδιά μου.
Τετάρτη, 9 Σεπτεμβρίου 1998
= = = = =
Αποσπάσματα από συνέντευξή του στον Σπύρο Γιανναρά, για την Καθημερινή - 21 Νοε. 2004:
— Θεωρείτε ότι η Ελλάδα εξακολουθεί σήμερα να είναι εξωτικός τόπος για έναν Γάλλο;
Μισέλ Ντεόν: Εξωτικός... Σίγουρα λιγότερο απ’ ό,τι παλαιότερα, αν και παραμένει πολύ εξωτικός τόπος για τον Δυτικό άνθρωπο, ιδιαίτερα τον γαλλικής παιδείας. Εξακολουθεί να είναι ένας άλλος κόσμος για μένα, ο οποίος συνδέεται διανοητικά με τη Δύση, αλλά συγχρόνως συνδέεται συναισθηματικά με αυτό που ονομάζουμε Εγγύς Ανατολή. Η Ελλάδα είναι το πρώτο σκαλοπάτι προς την Ανατολή. Στη λογοτεχνία διακρίνει κανείς μια διττή υπόσταση, μια επιθυμία να ανήκει κανείς ταυτοχρόνως στη Δύση και στην Ανατολή.
— Το μυθιστόρημα στην εποχή της πολιτιστικής βιομηχανίας απαντάει στις ανάγκες μας ή μήπως συντελεί στη δημιουργία βαθύτερων αναγκών;
Μ. Ντ.: Πιστεύω στην αποδέσμευσή μας από ορισμένες υποχρεωτικές ανάγκες ψυχαγωγίας, όπως την τηλεόραση, το ταξίδι, όλα όσα μπορεί να προσφέρει το μυθιστόρημα χωρίς να εγκαταλείπει κανείς την πολυθρόνα του. Δεν πιστεύω στη βιομηχανοποιημένη κουλτούρα, ιδιαίτερα όσον αφορά το βιβλίο, το οποίο ο καθένας αντιλαμβάνεται ως κάτι πολύ προσωπικό.
[....] Πιστεύω ότι δεν έχει βγει ποτέ ούτε ένας καλός συγγραφέας, με την πραγματική, αριστοκρατική σημασία της λέξης, από τις σχολές δημιουργικής γραφής, όπως δεν έχει βγει κανένας καλός δημοσιογράφος από τις σχολές δημοσιογραφίας. Είμαι υπέρμαχος των αυτοδίδακτων ανθρώπων.
— Έχετε κάποιον που διαβάζει τη δουλειά σας εκ των υστέρων;
Μ. Ντ.: Βέβαια. Την κόρη μου. Εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ιδιαίτερα προσεκτική. Και όπως εγώ έχω πολύ, πολύ γεράσει, υπάρχουν στιγμές που δεν είμαι συγκεντρωμένος. Εκείνη μπορεί, εγώ την έμαθα με τον καιρό, να διαβάζει με το αυτί. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Πρέπει το έργο να είναι ξεκάθαρο. Πριν από την κόρη μου, έκανα την ίδια δουλειά με τη γυναίκα μου τη Σαντάλ. Χρειάζομαι πάντα κάποιον που να εμπιστεύομαι.
— Μου θυμίζει την περίπτωση του Κατσίμπαλη, τον οποίο αναφέρετε συχνά στο βιβλίο σας «Οι σελίδες στην Ελλάδα».
M.Nτ.: Ακριβώς. Ο Κατσίμπαλης δεν έγραψε ποτέ. Στα είκοσι χρόνια της γνωριμίας μας δεν μου έγραψε ούτε μια φορά. Είχε γοητεύσει πολλούς Γάλλους εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Μιλούσε άπταιστα αγγλικά, γαλλικά, δεν μπορείτε να φανταστείτε. Αυτό ήταν η πολύ μεγάλη Ελλάδα. Η λογοτεχνία έχει ανάγκη από τέτοιους ανθρώπους όπως ο Κατσίμπαλης. Oταν ένας ξένος ερχόταν στην Ελλάδα, τον καθοδηγούσε στις επιλογές του. «Αυτό πρέπει να μεταφραστεί», έλεγε.
= = = = =
Μισέλ Ντεόν: Ο Καζαντζάκης άξιζε Νόμπελ
του Μανώλη ΠιμπλήΤΑ ΝΕΑ, 9 Οκτ. 2008 (αποσπάσματα):
«Η Ελλάδα μού πρόσφερε έναν καινούριο κόσμο», λέει στα «ΝΕΑ» ο Μισέλ Ντεόν. «Εκείνη την εποχή είχα ανάγκη να ξεχάσω την πολιτική, το παρελθόν και το παρόν της χώρας μου. Μου άρεσαν τόσο πολύ οι Σπέτσες, όταν πρωτοπήγα το 1959, που νοίκιασα αμέσως ένα σπίτι στον Άγιο Νικόλαο και έγραψα απελευθερωμένος από το βάρος της Γαλλίας πάνω μου. Η Ελλάδα βάρυνε στην εξέλιξή μου ως συγγραφέα και με άλλαξε».
Της το ξεπλήρωσε όμως της Ελλάδας και με το παραπάνω. Η πεζογραφία του βρίθει ελληνικών θεμάτων, από το «Η Αριάδνη ή η λησμονιά» μέχρι τις πασίγνωστες «Σελίδες για την Ελλάδα» (ή «Το μπαλκόνι των Σπετσών»), με πρωταγωνιστές τα τοπία των Σπετσών και της Πάτμου. [....] Αλλά και από τη θέση του ακαδημαϊκού (κατέχει από το 1978 την όγδοη έδρα της Γαλλικής Ακαδημίας) δεν έχει σταματήσει να εκδηλώνει την αγάπη του για τη χώρα μας. Τελευταίο παράδειγμα η βράβευση πέρσι του μυθιστορήματος «Μ.Χ.» του Βασίλη Αλεξάκη που, είναι κοινό μυστικό, υποστηρίχθηκε με πάθος από τον 89χρονο συγγραφέα. [....] «Ο Αλεξάκης γράφει καλύτερα όταν γράφει για την Ελλάδα. Μου άρεσε πολύ το πορτρέτο της ηλικιωμένης Αθηναίας. Γνώρισα τέτοιες γυναίκες στο παρελθόν. Ορισμένες, στις Σπέτσες, μιλούσαν αξιοθαύμαστα γαλλικά, διέθεταν ευφυΐα. Θυμάμαι που έκανα περίπατο σε έναν λόφο, σε δασώδη περιοχή του νησιού και δύο γυναίκες με κάλεσαν από ψηλότερα στον λόφο. Το σπίτι τους δεν είχε ηλεκτρικό. Τις ρώτησα πού έμαθαν αυτά τα γαλλικά και μου είπαν ότι όταν ήταν παιδιά, στο οικογενειακό τραπέζι ήταν υποχρεωτικό να μιλάνε γαλλικά!».
Για το ελληνικό μυθιστόρημα γενικότερα λέει ότι σήμερα δεν βλέπει κάτι που να ξεχωρίζει. «Είναι όμως και θέμα εποχής. Αυτά αλλάζουν. Από το παλιότερο ελληνικό μυθιστόρημα, μου άρεσαν πολύ ο Μυριβήλης και ο Καζαντζάκης. Τον γνώρισα τον Καζαντζάκη, ήταν συναισθηματικός, εκδηλωτικός, πνεύμα μεγάλης ευρύτητας. Άξιζε ένα Νόμπελ. Σήμερα είναι και γενικότερο το φαινόμενο. Ούτε το γαλλικό αλλά ούτε και το αμερικανικό, θα έλεγα ούτε και το βρετανικό μυθιστόρημα είναι σε καλή κατάσταση. Το μυθιστόρημα είναι τέχνη. Δεν γράφεις για να βγάλεις λεφτά, ούτε για να γίνεις διάσημος, ούτε για να σε θαυμάζει ο θυρωρός σου. Σταματάς τον χρόνο και τον περιγράφεις. Πρόκειται για δύσκολη τέχνη, που θα την έχουμε πάντα ανάγκη, γιατί πάντα έχουμε την ανάγκη να λέμε ιστορίες. Τα παιδιά λατρεύουν τις ιστορίες, αλλά τις αγαπούν και οι μεγάλοι. Και σ΄ αυτές τις ιστορίες, μεγαλύτερη σημασία από τις περιγραφές έχουν οι σιωπές».
[....] «Ο Σεφέρης είναι παγκόσμιος. Πολύ μεγάλος ποιητής που δεν τον μετακίνησε καθόλου ο χρόνος. Τον έχω πάντα δίπλα μου. Και ο Ελύτης είναι πολύ καλός. Τον Ρίτσο τον ξέρω λιγότερο. Δεν αναγνωρίζω ακριβώς τον εαυτό μου στην ποίησή του».
[....] «Τα γαλλικά και τα ελληνικά είναι πλούσιες γλώσσες», λέει ο Μισέλ Ντεόν με την ιδιότητα του ακαδημαϊκού. Ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, αρμόδιος γαρ για τη γλώσσα, θεωρεί ότι «η αναδίπλωση των γαλλικών τα ωφέλησε, ενώ τα αγγλικά δεν έχουν πια γραμματική και γίνονται ένα μείγμα αμερικανισμών». «Θα υποφέρουν», λέει. Όσο για τα ελληνικά, «διατηρούν τον τονισμό τους- βρίσκω μάλλον λάθος την κατάργηση του πολυτονικού-, παραμένουν γλώσσα με βάθος, δύσκολη βέβαια». Ο Μισέλ Ντεόν παρακολουθεί στενά και τις πολιτικές εξελίξεις, λέει ότι «η διαφορά Ευρώπης και ΗΠΑ είναι ότι τα 700 δισ. δολάρια που θα δώσει η αμερικανική κυβέρνηση είναι χρήμα που δεν υπάρχει, ενώ στην Ευρώπη ο πλούτος είναι πραγματικός και όχι εικονικός». Θεωρεί ότι μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα θα έχει η Βρετανία- που «δεν είναι ακριβώς Ευρώπη». Είναι κατά της εισόδου της Τουρκίας στην Ευρώπη, αλλά χαίρεται με τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. «Τα μίση δεν μπορούν να συνεχίζονται εσαεί», λέει.
- φωτογραφίες: lepoint.fr, karavia.net, flickr.com, culture.france2.fr, micheldeon.com
- εξώφυλλα βιβλίων: biblionet.gr, micheldeon.com, amazon.com
- εξώφυλλα βιβλίων: biblionet.gr, micheldeon.com, amazon.com
Ετικέτες Αργοσαρωνικός, Δωδεκάννησα, Κάλυμνος, Πάτμος, Σπέτσες