____________ ____________ ταξιδεύοντας: Ιουνίου 2009

ταξιδεύοντας

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

83 ~ Σαλβατόρε Κουαζίμοντο: "ο χαιρετισμός ενός Σικελού Έλληνα"


Salvatore Quasimodo (1901-1968)
"δεν υπάρχει τίποτα που να μοιάζει
με την Ελλάδα την πριν από την Ελλάδα"



Αλλά στο πρώτο
σκαλοπάτι του ναού, ο Φοίβος, αν σε γνωρίζει,
υψώνει το τόξο και ευθύς χτυπά στη φτέρνα...


Μ' αυτούς τους στίχους, από το ποίημα "Δελφοί", ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο περιγράφει την τραυματική -στην κυριολεξία- εμπειρία που είχε όταν κατά την επίσκεψή του στους Δελφούς υπέστη "διάστρεμμα του αριστερού ποδός", εξ αιτίας ενός άλματος που επιχείρησε πάνω στο ιερό του Απόλλωνος. Το ποίημα αυτό μαζί με άλλα 6 αποτελούν μία ενότητα με τον τίτλο "Dalla Grecia" που περιλαμβάνεται στην συλλογή "La terra impareggiabile". Tα 7 "ελληνικά ποιήματα" του Ιταλού νομπελίστα καταγράφουν το οδοιπορικό και τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του στην Ελλάδα κατά τον Οκτώβριο του 1956.


Δελφοί

Ένα φυτό, όχι δάφνη
η μυρτιά, κορμός
και φύλλα κοινά όπου μπολιάζονται,
μέσα από μεταμόρφωση, ψυχή και σύσταση
που το θάνατο θα δοκιμάσουν,
ούτε στους Δελφούς δεν υπάρχει.
Κι ούτε δάφνη υπάρχει για το χρησμό,
Ούτε η κρυψώνα του παιχνιδιού του. Ο ήλιος φυσάει
κάτω απ' τον Παρνασσό κι εκτοπίζει
το κέντρο του κόσμου. Η Κασταλία χλιαρή
σταγόνα στα χείλη του τουρίστα
κι ο πωλητής των υδάτων που αναβρύζουν γελάει
δίπλα στην πηγή με δυό αγαλματάκια
από τάξιμο, βουτηγμένα στη μούχλα. Άλλά στο πρώτο
σκαλοπάτι του ναού, ο Φοίβος, αν σε γνωρίζει,
υψώνει το τόξο και ευθύς χτυπά στη φτέρνα,
κρυμμένος κάτω απ' την κοιλότητα της πέτρας
όπου τα ιερά ερπετά γεννούν τα παιδιά τους,
Και πια δεν ξέρεις αν ακινησία είν' ζωή
και θάνατος κίνηση, Εδώ ξεκινά αιώνια
στο στίβο του σταδίου, απ' τις σεισμογενείς ρωγμές
των βουνών με τα κοφτερά γυρίσματα της σελήνης,
ο πληβείος αμαξηλάτης με το χαμηλό μέτωπο
και το σμαλτωμένο μάτι της ακρίδας,
=


Τη νύχτα στην Ακρόπολη

Μια νύχτα στην Αθήνα στην άσπρη θάλασσα
της Ακρόπολης η κουκουβάγια είπε Αθήνα.
Δεν ήταν κάλεσμα κακό, το φεγγάρι
κατάλευκο, ο γρανίτης σκληρός αφρός
κι ο ελαιώνας κοντά στο Ερέχθειο
σχημάτιζε κεκλιμένα κυματοειδή τρίγωνα,
κινούμενους σκαραβαίους. Σήμανε η κουκουβάγια,
δροσερή, ευτυχής, πάνω απ' τη θάλασσα. Οι κίονες,
ζώα λευκού αίματος, σάλευαν
μέσα στη στήλη. Συλλογισμένο πουλί
η κουκουβάγια, περιστρεφόμενος στοχασμός,
μιά μελωδική έλλειψη
με αρμονικό και τέλειο ράμφος. Ο ξεναγός έλεγε
από το κύμα του της σελήνης
ότι στο κέντρο του Παρθενώνα
η έκρηξη μιας τουρκικής πυριτιδαποθήκης
κατάστρεψε την αρμονία των όγκων,
έλεγε την κατάρρευση της Αθηνάς Παλλάδας,
τον ερχομό της Μαρίας
Παρθένε μήτηρ, κόρη του τέκνου σου,
πάνω στης κίτρινης κουκουβάγιας το ξύλινο κέρας.
=


Ελευσίνα

Κάποιος στρατηγός ύψωσε στην Ελευσίνα
έναν πύργο από τσιμέντο και μολύβι
με το ρολόι του τις νύχτες να σημαίνει
τις ώρες των μυστηρίων. Απ' την τροχιά της
η ώρα κάνει έναν πρόστυχο στρόβιλο, γκρίζο,
πάνω στην πέτρα που θρηνούσε
η επικήδεια σελίδα, η μονότονη
εμφάνιση των νεκρων. Ο μοναχικός στρατηλάτης
καταπατούσε την Ελευσίνα,
τα καλάθια λυγαριάς γεμάτα με εύρωστα
σύμβολα, γόνιμα απ' ανθρώπινα ουρλιαχτά,
θέτοντας το γρίφο στα μαύρα μαργαριτάρια,
πάνω στην αόρατη αψίδα του Άδη.
Εκεί ο Αισχύλος έλεγε στη σεληνιακή Εκάτη:
τι τώνδ' εύ, τι δ' άτερ κακών;
=


Μυκήνες

Στων Μυκηνών το δρόμο το δενδρόφυτο
με ευκάλυπτους μπορείς να βρεις προβατίσιο
τυρί και κρασί ρετσινάτο «Στην ωραία Ελένη
του Μενελάου», ένα πανδοχείο
που ξεστρατίζει τη σκέψη απ' το αίμα
των Ατρειδών. Το βασιλικό σου μέγαρο, Αγαμέμνονα,
έγινε καταφύγιο κακούργων κάτω απ' το όρος
Ζάρα - βράχος λείος
με ρίζες κάθετες πάνω από λοξά
βάραθρα. Οι ποιητές μιλούν πολύ
για σένα, την επινόηση του εγκλήματoς
στο κλονισμένο σπίτι σου
την επικήδεια παραφορά της Ηλέκτρας:
δέκα χρόνια έθρεψε με το μάτι
του φύλου το μακρινό αδελφό
στη μητροκτονία' μιλούν οι δόλιοι
της λογικής της βασίλισσας,
η σύζυγος του απόντα στρατιώτη
Αγαμέμνονα, νους, προδομένο σπαθί.
Και μόνο εσύ έχεις χαθεί
Ορέστη, το πρόσωπό σου χάνεται
δίχως χρυσή προσωπίδα. Στους λέοντες της πύλης,
στους σκελετούς της σκηνικής αρμονίας
που ανασήκωσαν οι φιλόλογοι των ερειπίων,
ο χαιρετισμός μου ενός Σικελού Έλληνα.
=


Ακολουθώντας τον Αλφειό

Οι συμφωνίες της γης,
ο ήχος του πηλού,
τα σκίνα της σκουριάς, φύλλα πεσμένα
πράσινα δίπλα στην όχθη του Αλφειού
κατά την Ολυμπία του Δία και της Ήρας,
μα περισσότερο από κάθε συναίνεση τα μέσα σημάδια
από μια πεισματική καταστρoφή, το παράλογο.
σκοτεινών αντιθέσεων: απομεινάρια, κατόπιν,
αρνήσεων που αμύνονται, όπως η ζωή.
Και δεν έχει σημασία η αρμονία των νερών
Αλφειέ, είσαι πράος, σιωπηλός εδώ
στην Ηλεία' πάνω στα βότσαλα γλιστρά
ένας ήλιος χρυσαλλίδας
που θα δύσει με δολιότητα όπως φαίνεται,
τόσο μακριά η φυγή του. Εγώ δεν ψάχνω άλλο
εκτός από παραφωνίες, Αλφειέ,
κάτι που νά 'ναι πέρα απ' την τελειότητα.
Να μπορούσα τώρα να λοξοδρομήσω απ' την Ολυμπία,
απ' το σύμπλεγμα των πεύκων - μορφές που ακόμη αναπνέουνε
τον θάνατο - να υπερβώ
τον κλειστό θόλο που γνωρίζω. Μια πόρτα
για να παραβιάσω, η Ολυμπία τόπος παραθεριστών
σοφός, αρκεί ένα πήδημα κλέφτη
πάνω στο άλογο το πιο ορμητικό,
ενός αετώματος. Δεν ψάχνω έναν τόπο
παιδικών χρόνων, κι ακολουθώντας υπογείως το ποτάμι,
ήδη πριν από την εκβολή στην Αρέθουσα
να ενώσω το κομμένο
σκοινί του ερχομού.
Η ήσυχη και συγκεχυμένη συνέχεια,
η Ολυμπία, όπως ο Δίας, όπως η Ήρα.
Το κεφάλι σου κοιτώ πάνω στη χλόη να ξεχωρίζει,
μ' ένα φεγγάρι από αναμμένο άχυρο.
=


Ο Μινώταυρος στην Κνωσσό

Οι νέοι της Κρήτης είχαν λεπτή
μέση και στρoγγυλά πλευρά.
Ο Μινώταυρος μούγκριζε και γι' αυτούς στο λαβύρινθο.
Σοφία, η Αριάδνη, των αισθήσεων της Πασιφάης
που ξάφρισε κτηνώδεις εικόνες με τον ταύρο,
τον ταύρο που ξεπήδησε σαν Αφροδίτη απ' τη θάλασσα.
Αλλά η τέχνη, τα εργαλεία τοu ανθρώπου,
τα εκλεπτυσμένα σημάδια μιας ζωής πολιτισμένης
είναι δικά σας, Κρητικοί, θάνατος δεν υπάρχει.
Mα δεν υπάρχει πια κανείς το τέρας
στην Κνωσσό να μαχαιρώσει και στη βρώμικη
xαι ταραχώδη αγορά του Ηρακλείου
δεν υπάρχει τίποτα που να μοιάζει
με την Ελλάδα την πριν από την Ελλάδα.
=


Μαραθώνας

Ο θρήνος των μανάδων στο Μαραθώνα,
η κραυγή απ' τα σπλάχνα του λαού
από κανένα δεν ακούστηκε. Η Ελλάδα
ήταν ελεύθερη. Είναι ελεύθερη η Ελλάδα.
Ο Μαραθώνας είναι τόπος στρατιωτών
όχι μάντηδων, εδώ ναός δε γεννιέται
ούτε βωμός. Ο τύμβος του άθικτος, από ψηλά
φαίνεται η Εύβοια. Σκουλήκι της ιστορίας
κάθε τι συμφωνεί με το έδαφος,
εδώ η στήλη και μες στη γη κράνη και ξίφη'
ακόμη κι αν ο Μαραθώνας συν το Μαραθώνα,
ο άνθρωπος της πεδιάδας του Άργους ζει
ανάμεσα σε τείχη σαν σκοπιές φρουράς.

= = = = = = = =

Ντουέτο με τον Salvatore Quasimodo
του Christopher Bakken

Όταν πεθάνω, θα σ' ανταμώσω στις Μυκήνες
εκεί που οι πέτρες στοιχειοθετούν ένα αλφάβητο από ερείπια,
κρατώντας θαμμένα μόνο κάπoια ελάxιστα αναμφισβήτητα γεγονότα.

Θα θυμηθείς το μέρος απ' τα χρώματά του:
μια πινελιά σικελικού πράσινου, κυπαρίσια,
και πιτσιλιές από κεφάλια μαυροφορεμένων γυναικών.

Οι ψίθυροι κάθε μεσαιωικής πλατείας
παραδίνoνται στο σούρουπο - σιδερένιες καμπάνες
ξεχειλίζουν απ' τον αιθέρα που αφήνεις στο πέρασμά σου.

Κατέβασε πια τη λύρα σου απ' την ιτιά,
αρκετά έμεινε κρυμμένη, σαν ψύλλος
στη γενειάδα του σουλτάνου, η μουσική του νησιού σου

με την καταγωγή της στη θάλασσα την ίδια
πασπαλισμένη με μια νεροποντή από τη Μάλτα,
λίγη μπαρουτόσκονη και τσαλακωμένα άνθη ακακίας.

Δείξε μου πώς ν' ακουστώ πέρα από την αποχαύνωση,
αφού τους τηλεβόες δεν μπορούμε να τους ξεπεράσουμε -
αν και αυτή η αερολογία μάς κάνει να λιμοκτονούμε,

η ουσία θα μας καρτερά εκεί πέρα,
σκιές θα την κρύβουν σ' έναν τάφο κυψελωτό
όπου οι νεκροί ετοιμοπόλεμου ανεβαίνουν στ' άρματά τους.

μτφ: Ρούλα Κονσολάκη
Ποίηση, τ.30 / φθιν.2007



Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, στο "γράμμα σε χαρτί"

- Tα ποιήματα και οι πληροφορίες για την συλλογή
είναι από το 7ο τεύχος της Ποίησης - Άνοιξη 1996
Μετάφραση και εισαγωγή: Eυριπίδης Γαραντούδης
- Φωτογραφίες: nobelprize.org, kantonopoulos.gr,
wallcoo.net, artchive.com, hikenow.net,
kantonopoulos.gr, odysseyadventures.ca, livius.org


σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι . . .

Ετικέτες

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

82 ~ με τον Πήτερ Γκρέη στον Πόρο


Peter Gray (1895-1952)
"Ξαναγύρισα στο νησί νιώθοντας
μιαν απόλυτη πληρότητα"



Η αρχή της πομπής με τον Επιτάφιο ήταν ήδη μακριά από μας κι άρχιζε ν' ανεβαίνει τα σκαλιά του Άγιου Γιωργιού, έτσι που ακούγαμε πια αμυδρά τις ψαλμωδίες. Πού και πού έβλεπα στο βάθος, ανάμεσα απ' τα σπίτια, την πομπή με χιλιάδες αναμμένα κεριά να φωτίζουν τριγύρω τις σκοτεινές σιλουέτες των πιστών, που βάδιζαν σιωπηλοί και ντυμένοι στα σκούρα τους ρούχα. Η πομπή του Ευαγγελισμού ενώθηκε τελικά με την πομπή του Άγιου Γιωργιού, η οποία είχε ήδη ενωθεί με την πομπή του Άγιου Κωνσταντίνου. Οι τρεις ομάδες ενωμένες βάδιζαν αργά γύρω απ' την πόλη και κατέβηκαν και στην παραλία, βιώνοντας έτσι την πιο σκοτεινή φάση του κύκλου της ανθρώπινης ζωής με αργό βηματισμό και με τ' αναμμένα τους κεριά.

Βάδιζα ακριβώς πίσω απ' την γιαγιά Σοφούλα και κάθε τόσο, καθώς έριχνα μια ματιά στους κυρτούς ώμους της και στο γερμένο της κεφάλι μέσ' απ' το μαύρο μαντήλι της, ένιωθα μια τρυφερότητα να αναβλύζει από μέσα μου γι' αυτήν. Σε μέρη που τα σκαλιά ήταν απότομα για τα γέρικα πόδια της, αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος, θα τον έπιανα απ' το μπράτσο και θα τον βοηθούσα' μα ήξερα πως απ' την περηφάνια της και τη θέληση της γι' ανεξαρτησία θα μου τράβαγε μακριά το χέρι. Τα πόδια της, που ανύψωναν και πάταγαν κάτω τα βαριά χωριάτικα μαύρα παπούτσια της, τα φύλαγε απ' τις κακοτοπιές με ιδιαίτερη προσοχή και τυφλή σιγουριά, έτσι που μου θύμιζε το γέρικο γάιδαρο της, τον Πολύξενο, τον οποίο πολλές φορές είχα περάσει απ' τα ίδια κακοτράχηλα σκαλιά. Όποτε ξανάριχνα τη ματιά μου στους κυρτούς της ώμους και μ' έπνιγε η τρυφερότητα γι' αυτήν, στοχαζόμουνα τη θέληση και το ρεαλισμό με τον οποίο είχε επανειλημμένα ξεπεράσει το θάνατο, την πείνα, τις γέννες, τη θλίψη, την έκσταση, τους έρωτες της, τις αρρώστιες, τη σκληρή δουλειά, τις θύελλες της ζωής, τον πόλεμο και τις ριζικές κοινωνικές αλλαγές που 'χαν γίνει στις μέρες της, πιο πολλές ίσως κι απ' όσες γνώρισα εγώ, τα 'χε ξεπεράσει όλα τούτα χάρη στη λησμονιά για το θάνατο, σαν το σπόρο που βγαίνει απ' τον καρπό και πέφτει στη γη. Και κάθε φορά που συμβιβαζόταν με το θάνατο της, τον υποδεχόταν στ' αλήθεια μ' όλη της την κατανόηση για την ατέλειωτη αβεβαιότητα και για τ' ασταμάτητα και αλλοπρόσαλλα γυρίσματα που 'χει η ζωή. Κι όμως ποτέ δεν είχε ψάξει πώς θα γλυτώσει είτε απ' τον πόνο του Θανάτου, είτε απ' το θρίαμβο της Ανάστασης. Ήξερε πάντα να ζει το σήμερα και τις αλλαγές της ζωής όσο πιο ζωντανά μπορούσε, σαν τη σταλιά της θάλασσας που φωσφορίζει στο σκοτάδι, κι ανακατώνεται και χάνεται μέσα στ' απόνερα του βαποριού που τρέχει.


Image Hosted by ImageShack.us

Ο αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Peter Gray, έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1930 και παραμένει επί μία διετία στον Πόρο όπου εξοικειώνεται με τους κατοίκους, απολαμβάνει την φιλοξενία και την ζεστασιά τους, δένεται μαζί τους και προσαρμόζεται στην καθημερινή ζωή και στον τρόπο διασκέδασής τους. Νιώθωντας το νησί σαν δεύτερη πατρίδα του, το επισκέπτεται για δεύτερη φορά το 1937 και παραμένει για μια ακόμα διετία. Τις εμπειρίες του από τα δύο χρόνια της τελευταίας παραμονής του (1937-1939) καταγράφει λογοτεχνικά στο βιβλίο του The People of Poros.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2002, σε έκδοση του Δήμου Πόρου, και έγινε γνωστό χάρη στον μεταφραστή του Γιάννη Μανιάτη: «Η ανακάλυψη αυτού του βιβλίου για τον Πόρο από μένα, έγινε τελείως τυχαία στα 1984 στην Αμερική, όπου βρισκόμουνα σταλμένος για πτυχίο από το Ναυτικό. Στις 25 Μαρτίου της χρονιάς αυτής με έστειλαν από την Ελληνική Πρεσβεία της Ουάσιγκτον εκπρόσωπο στην Αννάπολη της πολιτείας Μαίριλαντ, όπου η εκεί δραστήρια Ομογένεια διοργάνωνε εορταστικές εκδηλώσεις για την Εθνική Επέτειο. Εκεί ο παπάς της Ορθόδοξης ενορίας, όταν έμαθε πως κατάγομαι απ' τον Πόρο, με πληροφόρησε γι' αυτό το βιβλίο, δίνοντας μου και τα εκδοτικά του στοιχεία. Είχα την ευκαιρία να το βρω σε πολλές κρατικές και δημοτικές βιβλιοθήκες της πρωτεύουσας Ουάσιγκτον και της πολιτείας τής Βιρτζίνια, όπου έμενα. Κράτησα και φωτοτυπημένο αντίγραφο για τη βιβλιοθήκη μου. Οι υπηρεσιακές μου όμως υποχρεώσεις τόσα χρόνια, με εμπόδισαν να το επεξεργαστώ και να το προσφέρω μεταφρασμένο και κατάλληλα σχολιασμένο στο Ελληνικό Κοινό και ιδιαίτερα στους συντοπίτες μου, όπως πολύ ήθελα

Όσο κι αν είναι ωραία στη φύση της η Ελλάδα, και πλούσια στους αρχαιολογικούς θησαυρούς της και στην αναπόληση της πολιτιστικής κληρονομιάς της, το πιο σπουδαίο πράμα που 'χεις να μάθεις είν' οι άνθρωποι της. Αυτοί είναι σίγουρα το θαύμα της. Είδα την κατρακύλα της λέξης "human" που 'φτασε ν' ακούγεται σα βλαστήμια. [...] Η ελληνική "Α ν θ ρ ώ π ι ν ο ς" είναι προτιμότερη για χρήση στα αγγλικά απ' την αντίστοιχη 'human". Η ελληνική λέξη, αν και παλιότερη, είναι πιο καθαρή και φέρνει πιο κοντά στη βασική της έννοια. Γιατί κι ο σημερινός Έλληνας είναι απόλυτα και ξεχωριστά ανθρώπινος. Κοινωνικός, μα κι απίθανα μοναχικός. Ανταγωνιστικός, μα κι αφάνταστα γενναιόδωρος. Σατανικός και πανούργος στις πρακτικές του συναλλαγές, είναι παθιασμένα ιδεαλιστής κι επιδεκτικός ζωηρής αφοσίωσης στους στόχους του. Ακριβώς όπως οι αρχαίοι θεοί του ήταν οι πιο ανθρώπινοι απ' τους θεούς όλων των άλλων λαών, έτσι κι ο σημερινός Έλληνας είν' ο πιο ανθρώπινος απ' όλους τους ανθρώπους. Κι αν είναι κάτι πάρα πάνω, το ξέρει καλά ο ίδιος. Ξέρει πολύ καλά πόσος είναι κι ίσαμε πού φτάνει ο ανθρωπισμός του. Και δεν ξεγελιέται να παρασυρθεί ούτε στ' απάνθρωπα, ούτε στα υπεράνθρωπα. Κι αποστρέφεται κι εμπαίζει τόσο το ανεγκέφαλο κι ασυναίσθητο ρομπότ, όσο και το ρομαντικό υπεράνθρωπο.

Απ' τον Πειραιά στον Πόρο: Τη δεύτερη μέρα απ' όταν έφτασα στην Ελλάδα, έφαγα νωρίς για μεσημέρι κι έτρεξα να μπω στο παλιό ατμόπλοιο Πτερωτή, που 'θελε πάνω από μισή ώρα για να φύγει. Απ' το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα, πηγαινοερχόμουνα συχνά στον Πόρο μ' αυτό το βαπόρι' και κάθε μέρα το 'βλεπα φουνταρισμένο μπρος στο στενό του νησιού. Το 'χαν Ποριώτες' ήταν κομμάτι απ' το νησί τους. Μα κείνη την ημέρα δεν είδα κανένα Ποριώτη μέσα. Το κάτω κατάστρωμα ήταν γεμάτο από ένα τσούρμο Αθηναίους, που πήγαιναν διακοπές. Στο απάνω κατάστρωμα, που το 'σκιαζε λίγο μια τέντα απ'τον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο του Ιούλη, βρήκα μια θέση να κάτσω ανάμεσα σ' έναν ασπρομάλλη χωρικό φουστανελά και σε μία κυρία απ' την Αθήνα.

Τι σκεπτόσαστε; με ρώτησε η κυρά, κόβοντας το στοχασμό μου. Εγώ ξανάκατσα δίπλα της.

- Σκεπτόμουνα πως εσείς οι Ελληνες, χάρη στην όμορφη χώρα σας, μαθαίνετε να λέτε τα πράματα με τ' όνομα τους' σκεπτόμουνα πως εσείς ξέρετε καλύτερα απ' όλους τους άλλους ποια πράματα απ' τη ζωή αλλάζουν και ποια όχι. Πόσα στ' αλήθεια πράματα μαθαίνετε απ' τις φωτεινές ανταύγειες που αλλάζουν στο διάβα της ημέρας, απ' τα λουλούδια που γρήγορ' ανθίζουν και μαραίνονται, κι απ' τ' άγρια βράχια που ορθώνονται στα γυμνά βουνά σας!

-
Σας ακούω πολύ αφελή. Με απογοητεύετε. Σας βρίσκω πολύ ευαίσθητο για αλλοδαπό.

Μπροστά μας ορθωνόταν ένα φαινομενικά κλειστό τείχος από γκρίζα βράχια, μα το βαπόρι ξέροντας πού θα πάει, χώθηκε μέσα, κι η τυφλή αυλαία άνοιξε σ' ένα κανάλι. Είχαμε πια περάσει το φανάρι. Το κανάλι στένεψε και τα βράχια δεξιά χωρίστηκαν απ' τα βράχια του νησιού σε δυο πλευρές.


Image Hosted by ImageShack.us

Τεντώθηκα μπροστά στην κουπαστή. Το νερό έκανε δυνατό πάφλασμα, καθώς το 'σχιζε η πλώρη. Το βαπόρι έστριψε αριστερά. Το κανάλι απλώθηκε απότομα σε μια ήρεμη λίμνη. Τ' άσπρα σπιτάκια του νησιού φάνηκαν σύρριζα στο νερό αμφιθεατρικά σκαρφαλωμένα στην απόκρυμνη πλαγιά, λαμπερά στον απογεματινό ήλιο.

Image Hosted by ImageShack.us

Στο λιμανάκι της Αίγινας είχες πάντα την έννοια μιας κυκλωμένης θάλασσας. Εδώ στο στενό του Πόρου — το κανάλι κρύβεται και στενεύει σε δύο άκρες — νιώθεις μόνο τη στεριά' η μικρή άσπρη πόλη καθρεφτίζεται στο νερό' τα ψηλά βουνά της Αργολίδας με την κορφογραμμή της Κοιμωμένης ξύνουν τον ουρανό.

Image and video hosting by TinyPic

Τα βράχια και το πευκόδασο του νησιού, ο καταπράσινος κάμπος του Δαμαλά με τα σκούρα κυπαρίσσια του, οι συκο-μουριές, οι πορτοκαλιές και τ' αμπέλια, το χωριουδάκι του Γαλατά, όπου το κανάλι στενεύει πιο πολύ, τα ανάκατα καφετιά βράχια πάνω απ' τον Πόρο, οι ερειπωμένοι ανεμόμυλοι, το ρολόι, οι πράσινες αυλές, οι φωνές των παιδιών, οι απόηχοι και οι μυρωδιές της στεριάς, όλα συναγμένα σ' ένα θεσπέσιο ανθολόγημα. Η κάτασπρη πόλη με την ήρεμη βουνοτριγύριστη λίμνη που απλώνεται μπροστά της, ήταν ο προορισμός μου, ήταν το τέλος του ταξιδιού μου μέσ' από δύο ωκεανούς. Ξαναγύρισα στο νησί νιώθοντας μιαν απόλυτη πληρότητα,- μετάφραση: Γιάννης Μανιάτης

Image and video hosting by TinyPic

O Πήτερ Γκρέη γεννήθηκε στην Γουιτσίτα του Κάνσας το 1895, σπούδασε δημοσιογραφία στην αντίστοιχη Σχολή της Ν. Υόρκης και ταξίδεψε σε πολλά μέρη του Κόσμου. Ιδεαλιστής, ευαίσθητος, ρομαντικός, βαθύς στοχαστής και γνώστης πολλών τομέων του επιστητού, αγάπησε την Ελλάδα και τον Πόρο σαν δεύτερη πατρίδα του και έζησε δύο φορές στο νησί στα 1930—1932 και 1937—1939. Μεταξύ των έργων του είναι οι νουβέλες "Pillar of Salt" και "Kangaroo", ενώ συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Yale Review" και "Virginia Quartertly", όπου δημοσίευσε σειρά από λογοτεχνικά και φιλοσοφικά άρθρα. Το λογοτέχνημα όμως που τον έκανε περισσότερο γνωστό και του απέφερε μάλιστα και αξιόλογα οικονομικά κέρδη ήταν σίγουρα το "Τhe People of Poros". Το έργο, προωθημένο κατάλληλα και από τον κολοσσιαίο Αμερικανικό εκδοτικό του οίκο MacGraw-Hill C., κυκλοφόρησε ευρύτατα από το 1942. Ο Peter Gray πέθανε πρόωρα στη Μανίλα των Φιλιππίνων περί το 1952. Κάποιοι εικάζουν πως ήταν και πράκτορας της χώρας του στην Ελλάδα και στα άλλα μέρη που επισκέφτηκε, αλλά αυτό δεν μπορεί να στηριχτεί βάσιμα. - Γιάννης Μανιάτης

Image Hosted by ImageShack.us
Wichita, Cansas


Με πολλές ευχαριστίες στον κύριο Γιάννη Μανιάτη
για την γενναιόδωρη παροχή υλικού


- τα κείμενα είναι από το βιβλίο Oι Ποριώτες στο νησί τους
του Peter Gray, σε απόδοση Γιάννη Μανιάτη
-έκδοση του Δήμου Πόρου, 2002 (στον εκδ.οίκο Κοράλι)
- η φωτογραφία της Wichita είναι από το photobucket.com


Aκόμα:
- Κίχλη: Πήτερ Γκρέυ: Οι Ποριώτες στο νησί τους