63 ~ Τζωρτζ Ντίλλον Σλέητερ: Λευκό ελληνικό μεσημέρι στην Ύδρα
George Dillon Slater (1941)
ένιωσα το βάρος των ποιημάτων
Η Ελλάδα είναι το σπίτι μου, τα χαλάσματά της είναι τα έπιπλά μου, το παγανιστικό της τοπίο ο κήπος μου, και ο λαός της, είναι η οικογένειά μου που περίμενε ν' αράξει το πλοίο που μ' έφερνε και μετά με τάιζε στο στόμα και γιόρταζε την επιστροφή μου με ερεθιστικά ποτά και λιακάδες, με γέλια και ξέφρενους χορούς. - G.D.S
(Κ.σ-Μ)
= = =
Πάγος που λιώνει
Ένα καλοκαίρι
κουβαλώντας μια στήλη
πάγου που έλιωνε
μέσα στη ζέστη
του λευκού ελληνικού
καυτού μεσημεριού
πίστεψα πως
ένιωσα το βάρος
και την φύση των ποιημάτων
μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς
Ύδρα (φωτ: flickr.com, από Winfried Veil)
"Ξεκίνησα να γράφω για να καταλάβω τον κόσμο" λέει ο Tζωρτζ Ντίλλον Σλέητερ. Όμως η προσπάθειά του να τον καταλάβει δεν περιορίστηκε στην γραφή. Γεννήθηκε στην Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, κατά τις πρώτες ημέρες του δεύτερου πολέμου, και σε πολύ νεαρή ηλικία, άφησε την πατρίδα του και άρχισε να ταξιδεύει στον κόσμο. Έζησε στην Ιαπωνία, την Ινδία, την Ταϊλάνδη, την Ταϊβάν, τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελβετία, το Μεξικό, τον Καναδά και την Ελλάδα. (Κ.σ-Μ)
Σάντα Μόνικα
Kαι από όλες τις χώρες που ταξίδεψε και έζησε, ήταν η Ελλάδα που τον κέρδισε: "Είναι η μεμβράνη που χωρίζει τον ανατολικό από τον δυτικό κόσμο. Aυτό που προσήλκυσε το ενδιαφέρον μου ήταν η παγανιστική της κουλτούρα που επηρέασε με το σωστό τρόπο την Ευρώπη πριν την έλευση του χριστιανισμού. Αλλά ακόμα και μετά από αυτό οι έλληνες κατάφεραν να προσαρμόσουν τη νέα θρησκεία στα μέτρα τους. Χριστιανοποίησαν και αγιοποίησαν τους αρχαίους θεούς τους - για παράδειγμα οι θεοί που είχαν τους ναούς τους στην κορφή των βουνών, έγιναν άγιοι που τους αφιέρωσαν μονές χτισμένες στα βουνά. Στην Ελλάδα έζησα περισσότερο από κάθε άλλη χώρα. Οι πιο ευτυχισμένες μέρες μου ήταν όταν γνώριζα το θαλασσινό τοπίο της, κυβερνώντας με μεγάλη αγαλλίαση -και με ρόζους στα χέρια- μια υπέροχη σκούνα." Ο Αμερικανός ποιητής, που ήταν έμπειρος ναυσιπλόος και αγαπούσε ιδιαίτερα την Ύδρα, δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα το 1964. Εργάσθηκε στον αμερικανικό και ευρωπαϊκό τύπο γράφοντας άρθρα και βιβλιοκριτική και επιμελούμενος εφημερίδες και άλλες περιοδικές εκδόσεις. - (Κ.σ-Μ.)
= = =
Γράφει ο Γιάννης Λειβαδάς:
Πώς γνώρισα τον George Dillon Slater
Από χρόνια αναζητούσα στοιχεία για τον αμερικανό ποιητή George Dillon Slater, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στη βόρειο Αφρική, αφού είχα από αξιόπιστα πρόσωπα πληροφορηθεί πως σ' αυτά τα μέρη συνήθιζε να ταξιδεύει' και ούτως ή άλλως συνήθιζα να ταξιδεύω κι εγώ. Ποιήματά του, διάβασα για πρώτη φορά πριν από δεκαοκτώ χρόνια. Ήταν μία «διπλή», μάλλον δυσεύρετη σήμερα συλλογή, μαζί με τα ποιήματα του Sinclair Beiles, “A Cathedral of Angels/Luna Park”. Ανέκαθεν πίστευα πως ήταν από τις καλύτερες που μπορούσε να διαβάσει κανείς, και τις πιο αντιπροσωπευτικές της περιόδου 1970-1980 όσον αφορά στο νεότερο στιφρό ερμητικό λυρισμό με όλες εκείνες τις εικόνες αργής κίνησης-ταχείας αφύπνισης.
Στη διάρκεια ενός σύντομου ταξιδιού μου στην Ύδρα στις 17 Ιουνίου του 2007, όλως τυχαίως έπεσα κυριολεκτικά πάνω σε μία τοιχοκολλημένη ανακοίνωση: «Ο ποιητής George Dillon Slater διαβάζει ποιήματά του στις 8 το βράδυ στην αυλή του ξενοδοχείου Ιππόκαμπος». Η θεά της τύχης. Είχα πολύν καιρό να αναφέρω σε κάποιον το όνομά του μα η οριστική μου απόφαση να τον συμπεριλάβω, κάπως προκλητικά, μα απολύτως δικαιολογημένα, στην Ανθολογία Αμερικανικής Ποίησης του 20ου Αιώνα (για τις εκδόσεις Ηριδανός), τον είχε φέρει στο προσκήνιο του μυαλού μου εδώ και κάμποσους μήνες. Στοιχεία για τη ζωή του δεν υπήρχαν και έτσι θα προχωρούσα στην καταχώρηση του ονόματός του με ελάχιστες πληροφορίες. Το διαμέτρημα του Slater είναι πολύ μεγάλο, σε πλήρη αντίθεση με την αφάνεια του ονόματός του. Το μόνο που γνώριζα για εκείνον ήταν πως πριν από τριάντα πέντε χρόνια ζούσε ανά τακτά διαστήματα στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στην Ύδρα.
Την Κυριακή της 17ης Ιουνίου λοιπόν, λίγο πριν πέσει ο ήλιος έφτασα μαζί με τη γυναίκα μου στην αυλή του ξενοδοχείου «Ιππόκαμπος». Εκεί βρήκα καθισμένους σε διάφορα μαρμάρινα τραπέζια μια ντουζίνα αμερικανούς που ζούσαν στην Ύδρα, να περιμένουν τον ποιητή να ξεκινήσει πίνοντας παγωμένο μοσχοφίλερο. Ο Slater αρκετά γερασμένος μα αναγνωρίσιμος καθόταν σε ένα γωνιακό τραπέζι κάτω από μια ελιά πλημμυρισμένη από σπουργίτια. Μοσχοφίλερο κι αυτός.
Παραγγείλαμε τα δικά μας ποτά και συζητώντας διακρίναμε στην άκρη ενός παραπλήσιου τραπεζιού αντίτυπα της τελευταίας συλλογής του ποιητή, «Silver Labyrinth» από τις εκδόσεις Black Point Press. Αυτή ήταν λοιπόν η αφορμή και συνάμα η δική μας τύχη.
Ο Slater ξεκίνησε να διαβάζει ποιήματα με την εκκωφαντική συνοδεία των σπουργιτιών τα οποία χρειάστηκε να ακούσουν το εξαιρετικό «Jetstream Gypsy» για να πάψουν. Τους στίχους του συνόδευε ένας γερασμένος αμερικανός του φίλος που προσπαθούσε να παίξει μπλουζ με μια ολίγον ξεκούρδιστη κιθάρα. Η νύχτα έπεσε με την λεπτή ημισέληνο στον ουρανό, τον λαμπρό αποσπερίτη και τις μυρωδιές των λουλουδιών. Με το πέρας της ανάγνωσης συστηθήκαμε και συζητήσαμε για λίγα λεπτά - η γνωριμία με τον Slater και η βραδινή μας συνομιλία, έβαλε την 17η του Ιουνίου στο Μεγάλο Ημερολόγιο των Συναντήσεων. Δώσαμε ραντεβού για την επομένη στον «Πειρατή». Από εκείνη τη συνάντηση μέσα στο καταμεσήμερο, μπροστά στα αμέτρητα ψηλά ξάρτια που λικνίζονταν σαν ορθωμένες σάρισες στο λιμάνι, ξεκίνησε η επαφή μας.
Ο Slater γεννήθηκε το 1941 στην Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια. Μεγάλωσε στη Νέα Ορλεάνη και στο Σηάτλ. Δεκαοκτώ χρονών άφησε τις Η.Π.Α. και έζησε σε χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ταϊλάνδη, η Ταϊβάν, η Γαλλία, η Αγγλία, η Ελβετία, το Μεξικό, ο Καναδάς και η Ελλάδα τη οποία θεωρεί σπίτι του. Πρώτη φορά επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1964 την οποία εγκατέλειψε απρόθυμα μετά από έναν ολόκληρο χρόνο διαμονής. Από τότε επισκέπτεται σχεδόν κάθε χρόνο την Ελλάδα, με εξαίρεση λίγα ενδιάμεσα χρόνια διαμονής στη Γαλλία. Δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα στο περιοδικό Trace. Στις αρχές της δεκαετίας του ʼ60 ζώντας στην Ιαπωνία έγραψε ποίηση στα ιαπωνικά. Έχει γράψει επίσης δύο νουβέλες και μία αυτοβιογραφία με τίτλο «Sirocco», έργα τα οποία παραμένουν ανέκδοτα.
Ο Slater είναι ένας άνθρωπος θερμός και συγκροτημένος όσο και τα ποιήματά του. Κάνει μεγάλες παύσεις για να σε ακούσει και η φωνή του αλλάζει συχνά έντονους χρωματισμούς ανάλογα με το τι περιγράφει. Σου μεταδίδει την αίσθηση πως έχει οργώσει τα βουλεβάρτα πολλών σημαντικών πόλεων και όντως το έχει κάνει. Είναι σχεδόν σεμνός και τώρα πια γερασμένος, μα δείχνει ακράτητος και άνθρωπος πολύ συνειδητοποιημένος. Διαβάζει την τύχη του κόσμου μέσα στο γυάλινο μάτι του που έχασε νεαρός σε έναν καυγά μέσα σε κάποιο μπαρ. Μα είναι ήσυχος και βολεύεται μειλίχια στα καθίσματα σαν μαλλιαρή νησιώτικη γάτα.
Από το Ποιείν: Γιάννη Λειβαδά: Τέσσερα κείμενα (Walt Whitman,George Dillon Slater,Celine,Jack Kerouak)