85 ~ Ποιητικές αναφορές, XVIII: Tζων Κητς - Σε κοιλάδα αρκαδική
John Keats
(1795–1821)
Ωδή σε μια ελληνική υδρία
Ω νύμφη, ακόμη ανέγγιχτη της ησυχίας!
και θρέμμα του καιρού που αργοκυλά και της σιωπής,
συ που μια λουλουδένιαν ιστορία
απ' τους δικούς μας στίχους πιο γλυκά την τραγουδείς!
Ποιος με τη φουντωτή του φυλλωσιά σε ζώνει
θρύλος; Θεοί είναι αυτοί, θνητοί, για και τα δυο;
Στης Αρκαδίας μην είναι τα φαράγγια, ή μη στα Τέμπη;
Tέμπη, ο Πηνειός (φωτ: flickr.com, από sum2004)
Ποιοι να 'ναι; ποιες παρθένες αντιστέκονται; και ποιο
κυνήγημα τρελλό; Τι πάλαιμα για να ξεφύγουν;
Τι τύμπανα κι' αυλοί; Και τι έκσταση άγρια είναι τούτη;
Γλυκές οι μελωδίες που ακούμε, όμως αυτές
οπού δεν ακούστηκαν, πιο γλυκές. Αυλοί απαλοί,
παίζετε, αλλά για τις αισθήσεις όχι. Με στροφές
που αχούν στο νου μας μοναχά, πολύ πιο αγαπητές.
Έφηβε ωραίε! Που το τραγούδι δε μπορείς ν' αφήσεις
κάτω απ' τα δέντρα, ουδέ κι' αυτά τα φύλλα τους να χάσουν,
ποτέ φιλιά δε θα χαρείς, απότολμε εραστή!
Αν και σιμά φτασμένος στο σκοπό σου, δε θ' άγγίξεις
την ευτυχία' μα μη λυπάσαι, δε θα μαραθεί
ποτέ! και πάντα θα την αγαπάς και θα 'ναι ωραία.
Ω σεις, που δε θα χάσετε, καλότυχοι θαλλοί,
τα φύλλα, ούτε την άνοιξη θ' αφήσετε ποτέ!
Και που χωρίς αποσταμό, τραγουδιστή,
θ' αυλείς, και το τραγούδι σου αγέραστο θα μένει.
Ακόμα εσύ πιο ευτυχισμένη αγάπη, ευτυχισμένη!
Πάντα θερμή κι' άξια χαρές ατέλειωτες να δίνεις,
πάντα τρεμάμενη κι αιώνια, δυνατή και νια,
απάνω από τ' ανθρώπινο το πάθος θρονιασμένη
που αφήνει ξέχειλη από θλίψη την καρδιά,
κι αποσταμένη, μέτωπο καφτό, γλώσσα στεγνή!
Ποιοι να 'ναι που 'ρχονται για τη θυσία; σε ποιο βωμό
χλωρό οδηγείς, μυστηριακέ ιερέα, το δαμάλι
που μουγγανίζει ανήσυχα κατά τον ουρανό
κι' άνθια στολίζουνε τα μεταξένια του πλευρά;
Ποια μικρή πόλη, σε γιαλό κοντά, είτε σε βουνό
σκαρφαλωμένη, με το κάστρο της το ειρηνικό,
άδεια απ' ανθρώπους έμεινε τούτο το ευλαβικό
πρωΐ; Πόλη μικρή, θα μείνουνε παντοτεινά
οι δρόμοι σου βουβοί, κι' ουδέ ψυχή
ξανά θα στρέψει, το γιατί ερημώθηκες να πει.
Γραμμή αττική! γύροι λαμπροί οπού νησί και κόρες
σαν πλοκαμοί, στο μάρμαρο εργασμένοι τεχνικά,
σας τριγυρνούν, με πατημένα χόρτα και κλαδιά,
το στοχασμό μας ξεπερνά η σιωπηλή σου γλώσσα,
καθώς η αιωνιότητα. Ψυχρή γραφή
βουκολική! Τα χρόνια τούτη τη γενιά σα σβύσουν,
εσύ θε να σταθείς του ανθρώπου φίλη αληθινή,
μέσ' στις μελλούμενες τις λύπες να του λες:
«Η ομορφιά είν' αλήθεια, η αλήθεια είν' ομορφιά,»
Να τι 'ναι που έμαθες στον κόσμο, τι χρωστάς να ξέρεις !
μετάφραση: Ελπίδα Γκίνη
από την Παγκόσμιο Ανθολογία, τόμος Β’
εκδ. Γεωργίου Παπαδημητρίου, 1953
Eικόνες, φωτογραφίες: probertencyclopaedia.com, flickr.com
1 Comments:
ΩΔΗ ΣΕ ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΔΡΙΑ
(του John Keats,μετάφραση)
Ω! Συ! Αγνή! Ασάλευτη Νύμφη της Ερημίας!
Ω! Τέκνο συ των Ήσυχων και των Αργών Καιρών!
Ιστορικέ της Ύπαιθρου, που ανθένια μια Ιστορία
γράφεις κι από την Ποίηση ακόμα πιο γλυκιά,
πες μου ποιοι Μΰθοι απόκρυφοι στοιχειώνουν τη Μορφή σου-
Μύθοι Θεών; Μύθοι θνητών; Ή τάχα και των δυο;
Και πού; Στα Τέμπη ή στις κλεινές της Αρκαδίας Πεδιάδες;
Και ποιοι οι Θεοί και οι θνητοί, κι οι Κόρες οι εγκρατείς;
Και τo έξαλλο Κυνηγητό; Για Λυτρωμό ποια η Μάχη;
Κι η Έκσταση η ανήμερη;.. τα Τύμπανα;.. οι Αυλοί;..
Όσες ακούγονται, γλυκές είναι οι Μελωδίες ΄
μα πιο γλυκές οι Ανάκουστες. Γι αυτό παίξετε Αυλοί'
παίξτε όχι για τ' Αυτί-αλλά για Κάτι πιο που αξίζει:
για τα Τραγούδια τ' άυλα και τα χωρίς Σκοπό.
Κάτω απ' τα Δέντρα δεν μπορείς ν' αφήσεις το Τραγούδι
ωραία Νιότη, ούτε γυμνά να μείνουν τα Κλαδιά.
Ποτέ ακούραστε Εραστή Φίλημα δε θα δώσεις
Kι ας φτάνεις πάντοτε κοντά στο Στόχο σου. Αλλά ΄
δε θα χαθεί -μην κλαις-ποτέ-ποτέ η Αγαπημένη-
για πάντα θα την αγαπάς και θα 'ναι ωραία Αυτή.
Α! Όλβια! Όλβια Κλαδιά! Η Άνοιξη κι ας φύγει
ποτέ δε θα σας πέσουνε τα Φύλλα σας Εσάς.
Και, ακούραστε Τραγουδιστή και τρισευτυχισμένε,
για πάντα θα τονίζεις συ Τραγούδια πάντα νια.
Και πιο γλυκιά! Γλυκύτερη! Γλυκύτερη Αγάπη!
Πάντα πυρρή και πάντοτε ακόμα ποθητή.
Πάντα μισολιπόθυμη, και νέα… πάντα νέα...
Όλες μακριά οι ζωντανές Αγάπες οι ρηχές
που αφήνουνε μία Καρδιά γεμάτη Λύπη πάντα,
που Στόμα αφήνουνε ξερό και Μέτωπο να καίει.
Ποιοι είναι Αυτοί που σε Πομπή φτάνουνε για Θυσία;
Kαι σε ποιον πρώιμο Βωμό, Ιερέα μυστηριακέ
το άτυχο, χαμηλόβλεπο οδηγάς εσύ Μοσχάρι
με τα λουλουδοστόλιστα Λαγόνια και Πλευρά;
Μικρή ποια Πόλη που δροσά Νερά Τήνε φυλάνε
ή ποια με Κάστρο ατάραχο χτισμένη σε Βουνά
από Ανθρώπους άδειασε τη θεία αυτήν Αυγούλα;
Κι οι Δρόμοι σου, Πόλη μικρή, άφωνοι πάντα θα 'ναι
κι ούτε Άνθρωπος ποτέ σ' εσέ κανείς θα ξαναρθεί
γιατί, παντέρμη, να σου πει, για πάντα θα 'σαι πια.
Σχήμα αττικό! Τάξη σωστή! Με λεπτοσμιλεμένους
άντρες μαρμάρινους και Νιες, που 'χουν μισοκρυφτεί
σε πατημένα Αγριόχορτα και δάσινα Κλαδάκια!
Ω! Συ! Αμίλητη Μορφή! Τη Σκέψη μας πλανάς
καθώς η Αιωνιότητα. Ω! Ριγηλή εικόνα!
Τα Γερατειά σα σβήσουνε κι αυτήνε τη Γενιά
θα μένεις συ ανάμεσα σε Άλλων τότε Θλίψεις,
φίλος του Ανθρώπου και θα λες: "Η Ομορφιά είν'
Αλήθεια-
και η Αλήθεια είν’ Ομορφιά."! Να τι μονάχα ξέρεις
πάνω στη Γη. Κι Όλο που αρκεί να ξέρεις είναι Αυτό.
Αναρτήθηκε από Γιώργης Χολιαστός στις 3:38 μ.μ.
Δημοσίευση σχολίου
<< Home