____________ ____________ ταξιδεύοντας: 88 ~ Βίκτωρ Ομπερτέν

ταξιδεύοντας

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

88 ~ Βίκτωρ Ομπερτέν


Victor Auburtin (1870-1928)

...Στο λαμπροφώτιστο υπνοδωμάτιο ο Οδυσσέας άρχισε να μιλάει στην γυναίκα του την Πηνελόπη για τις εικοσάχρονές του περιπέτειες' για την Τροία, για την διαμάχη των βασιλιάδων στο στρατόπεδο' για το ταξίδι της επιστροφής και τα παράξενα της μακρυνής θάλασσας.


Johann Heinrich Wilhelm Tischbein (1751-1829): Oδυσσέας και Πηνελόπη

Όμως όταν έφθασε στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, παρατήρησε πως η Πηνελόπη δίπλα του είχε αποκοιμηθεί. Και σκέφτηκε: τράβηξε πολλά σήμερα η καημένη' θα συνεχίσω αύριο. Κι ακούμπησε το κεφάλι του πλάι στο δικό της, πάνω στο πορφυρένιο προσκεφάλι.
[...]
Στο μακρυνό ταξίδι της επιστροφής απ' όλα πιο πολλή χαρά έδινε στον Οδυσσέα το πως θα διηγόταν στη γυναίκα του όλες αυτές τις περιπέτειες και πως εκείνη θα κρεμόταν αχόρταγα απ' τα χείλη του και θα τον διέκοπτε με ερωτήσεις.

Όμως γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήταν τόσο προσεκτικός ακροατής σαν τους Φαίακες, που δύο μέρες ολάκερες άκουγαν με προσήλωση τη μελωδική του αφήγηση.

Όταν κάποτε της έκανε μια ερώτηση, κατάλαβε πως μπέρδευε τους Λαιστρυγόνες με τους Λωτοφάγους' κι αυτό τον πόναγε, γιατί θυμόταν με ακρίβεια τις εμπειρίες του, που όσο γίνονταν πιο μακρυνές, όλο και πιο πολύ τις αγαπούσε.

Μόνον όταν μιλούσε για τη νύμφη Καλυψώ φαινόταν ν' ακούει προσεκτικότερα. Και το ενδιαφέρον της αυτό τον ερέθιζε κι εξιστορούσε τούτο το κομμάτι της περιπλάνησής του πιο διεξοδικά: το μοναχικό νησί, το θαυμαστό ιερό άλσος, που στα δέντρα του φώλιαζαν τα θαλασσοπούλια, και την ευωδιαστή σπηλιά της θεάς.


Arnold Böcklin (1927-1901): Oδυσσέας και Καλυψώ

- Πόσο καιρό έμεινες σ' αυτην Καλυψώ; ρώτησε μια φορά.
- Επτά χρόνια, απάντησε αυτός.

Έσκυψε στο εργόχειρό της και τα μάτια της σκοτείνιασαν.

Τον καιρό που έλειπε ο Οδυσσέας, κάθε βράδυ, την ώρα που ανάβουν τα φώτα, άρχιζε στη μεγάλη αίθουσα η γιορτή των μνηστήρων. Και η Πηνελόπη άκουγε που 'φταναν ως το δωμάτιό της ο θόρυβος του συμποσίου, ο ήχος του αυλού και οι χαρούμενες φωνές των αντρών, που της ήταν αφοσιωμένοι
.


John William Waterhouse (1849-1917)

Μερικές φορές, σκεπασμένη με τον πέπλο, ανέβαινε κρυφά στη στοά που περιέτρεχε ψηλά την αίθουσα και κοίταζε πίσω από έναν στύλο τους άντρες, που κάθονταν σε επίχρυσα καθίσματα: τον θεϊκό Αντίνοο - τα μάτια του ήταν σαν την νύχτα - τον ευγενή μεσόκοπο Ευρύμαχο και τον Μένωνα, που ακόμα ήταν παλικαράκι. Τώρα ο αυλός είχε βουβαθεί και όλα στο σπίτι ακολουθούσαν την κανονική τους πορεία. Όμως, πάντοτε, όταν ερχόταν η ώρα που άναβαν τα φώτα, η βασίλισσα γινόταν ανήσυχη κι έδειχνε να της λείπει αυτός ο ήχος κι αυτές οι μακρυνές φωνές, που όλες τώρα είχαν πεθάνει.


Πηνελόπη - Ρωμαϊκό αντίγραφο

... επτά χρόνια...
- Χθες έλεγες δέκα' έχεις φαίνεται, πει τόσα ψέμματα στα ταξίδια σου, καημένε μου φίλε, που δεν ξέρεις πια να πεις την αλήθεια. Όμως είτε δέκα χρόνια ήταν είτε επτά, ήταν σίγουρα πολύς καιρός και φαίνεται πως καλοπέρασες εκεί. Απάντησε λοιπόν στην ερώτησή μου: τι έκανες τόσο καιρό;

Tώρα έπρεπε να της απαντήσει: Γυναίκα, όλα αυτά τα χρόνια νοσταλγούσα εσένα' αυτά τα χρόνια καθόμουν στην αμμουδιά του μακρυνού νησιού, κοίταζα πέρα από τη θάλασσα και παρακαλούσα τους θεούς, να μπορέσω να δω μια φορά μονάχα ακόμα τον καπνό του σπιτιού σου. Έτσι έπρεπε να απαντήσει. Βλέποντας όμως πως τα μάτια της τον κοίταζαν παγερά και σκληρά, τα κράτησε μέσα του όλα αυτά. Και ποτέ της δεν έμαθε για τη μεγάλη του νοσταλγία για την πατρίδα.
[...]
Χρόνια ολάκερα ο Οδυσσέας είχε μαζί του ένα μικρό γαλάζιο θαλασσινό κογχύλι, απ' το νησί της Καλυψώς. Μια φορά είχε ξαπλώσει εκεί στην αμμουδιά. όπως συχνά, και κοίταζε νοσταλγικά μακριά, πάνω από τα συντριβάνια των κυμάτων, και καθώς έπαιζε το χέρι στου στην άμμο άγγιξε το μικρό κοχύλι. Από τότε το είχε πάντα μαζί του, σαν ανάμνηση της γλυκύτητας εκείνων των στιγμών. ... Η Πηνελόπη γρήγορα παρατήρησε το μικρό αντικείμενο και πόσο τ' αγαπούσε.
-Από πού το έχεις αυτό το κογχύλι; τον ρώτησε.
-Το έχω από το νησί της Καλυψώς.
- Τότε καταλαβαίνω γιατί το αγαπάς τόσο πολύ.
Συγκράτησε τα νεύρα του.
- Όχι, είπε, δεν καταλαβαίνεις τίποτε, τα σκέφτεσαι όλα λαθεμένα.
Πέταξε το εργόχειρό της και κίνησε για την πόρτα.
[...]
Ο Οδυσσέας παρατήρησε πόσο κακοδιάθετη έδειχνε εκείνη τη στιγμή και ηρέμησε. Δεν μπορείς να καταλάβεις, είπε, όμως δεν θα αφήσω ν' ατιμαστεί η ιερότητα του πόνου μου.

Τώρα έμενε μέρες ολάκερες κάτω στο ακρογιάλι ανάμεσα στα βράχια. Στις σχέσεις του με τη θάλασσα συνέβη μια αξιοσημείωτη μεταβολή. Αρχικά, μετά την επιστροφή του, δεν ήθελε ούτε να δει τα νερά, που μέσα τους είχε τόσο υποφέρει. Τότε συνήθιζε να λέει, ότι ευτυχισμένος γίνεσαι μόνο στο μέρος που οι άνθρωποι περνάνε για φτιάρι το κουπί που κουβαλάς στον ώμο. Τώρα αγαπούσε και πάλι τη θάλασσα... Εκεί λοιπόν σκεφτόταν: μα πώς άλλαξαν όλα; Εκεί στο νησί νοσταλγούσα την πατρίδα μου' και τώρα που έχω την πατρίδα, κάθομαι στην ερημιά της ακροθαλασσιάς ανάμεσα στις σανίδες που 'χει ξεβράσει η παλίρροια και νοσταλγώ την έλλειψη της πατρίδας.
Όμως μέσα του έλαμπαν με μυθική λάμψη όλες οι περιπέτειες των είκοσι χρόνων...

Victor Auburtin - Το τέλος του Οδυσσέα
(Das Ende des Odysseus)
Μετάφραση: Αγαθοκλής Αζέλης
"η λέξη", τ. 95

= = =


Οld Berlin

Ο Victor Auburtin, βρέθηκε στην Ελλάδα όταν εργαζόταν ως ανταποκριτής για διάφορες γερμανικές εφημερίδες. Εγκατεστημένος στο Βερολίνο, με γαλλική καταγωγή, σπούδασε γερμανική φιλολογία και ιστορία τέχνης. Συγγραφέας, μεταφραστής και δοκιμιογράφος "εμβάθυνε όλο και περισσότερο στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας, αποκάλυπτε τις μικροαδυναμίες των ανθρώπων, εκφράζοντας τις ιδέες του απλά, παραστατικά και χωρίς εμπάθεια. Θεωρούσε τον εαυτό του επιφυλλιδογράφο και ευθυμογράφο, όμως την ευθυμία του την επισκίαζε η απογοήτευση και η μελαγχολία", γράφει στην εισαγωγή του ο μεταφραστής Αγαθοκλής Αζέλης. Στο ίδιο σημείωμα διαβάζουμε ότι το 1914 ο Victor Auburtin φυλακίστηκε στην Γαλλία με την ψευδή κατηγορία της κατασκοπίας και ότι μερικά από τα κύρια έργα του είναι: "H χρυσή αλυσίδα" (νουβέλες), "Το τέλος" (δράμα), "Η τέχνη πεθαίνει" (δοκίμιο, όπου κατηγορεί την καπιταλιστική βιομηχανία τέχνης, που μετέτρεψε τα έργα τέχνης σε αντικείμενα μαζικής κατανάλωσης, απομακρύνοντας συνάμα την τέχνη από το λαό), "Μια γυάλα με χρυσόψαρα" και "Κάποιος παίζει ποιμενική φλογέρα" (συλλογές επιφυλλίδων, όπου έχει διαρκώς στο στόχαστρο τις αντιφάσεις του καπιταλισμού).




Πίνακες, εικόνες: www.hellados.ru, www.buergertum.com, www.homepage.mac.com,
www.paleothea.com, www.americansoapcompany.com
Eξώφυλλα βιβλίων:www.glaux.de, www.j5a.net, jovis.de,
www.bibliotheca-selecta.de, tierschutzverlag.com
Kείμενο και βιογραφικά στοιχεία: Περιοδικό "η λέξη" - τ.95, Ιούνιος 90